Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ μέγα αὐτὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μὲ δοξολογία καὶ κατάνυξη, ποὺ θαυμαστὰ ἐκφράζονται στὴν ἠδυμελὴ ὑμνογραφία καὶ τὴν εἰρηνόχυτο εἰκονογραφία.
Ἔτσι μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἁπλὸς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως μὲ τὶς αἰσθήσεις του, ποὺ μεταμορφώνονται, γιὰ νὰ γίνουν μέσα κοινωνίας μὲ τὸ ἄρρητο. Προσκυνώντας τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως «βλέπει» μὲ τὰ μάτια του τὴ θεολογία τῆς Σαρκώσεως καὶ αἰσθάνεται τὴν εὐφροσύνη τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄγευστος πνευματικῆς ζωῆς μελετητής, μπορεῖ κι᾿ ἀπὸ αὐτὴν καὶ μόνο τὴν εἰκόνα ν᾿ ἀντιληφθεῖ τὸ πνευματικὸ μεγαλεῖο, τὸ μυστικὸ βάθος καὶ τὸ αἰσθητικὸ κάλλος τῆς Ὀρθοδόξου τέχνης, ποὺ συνήθως τὴ λέμε βυζαντινή.
Τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως στὴν ὁλοκληρωμένη της μορφὴ τὴ βρίσκουμε κυρίως στοὺς ἔπειτα ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία χρόνους. Στὴν Ἑλλάδα μας ἔχουν σωθεῖ δυὸ ἐκκλησίες τοῦ 11ου αἰ., καθολικὰ ἄλλοτε τῶν Μοναστηριῶν τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ τοῦ Δαφνίου, ποὺ στὰ ψηφιδωτά τους βλέπουμε τὴν παράσταση τῆς Γεννήσεως στὴν αὐθεντικώτερή της μορφή. Ἂς συνοψίσουμε τὰ βασικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν εἰκόνα.
Τὸ κεντρικὸ τμῆμα καταλαμβάνει βουνὸ «βραχῶδες, ἀλλ᾿ εὔχαρι καὶ φωτεινόχρωμο», ποὺ στὴν κοιλιά του ἀνοίγεται σκοτεινόχρωμο σπήλαιο καὶ μέσα φάτνη μὲ τὸν νήπιο Χριστὸ ἐσπαργανωμένο, ἐνῷ ἡ Παναγία - Μητέρα του εἶναι στὸ πλάι ξαπλωμένη πάνω σ᾿ ἕνα στρῶμα. Ἄλλοτε εἰκονίζεται καθισμένη ἢ γονατιστή. Πίσω ἀπὸ τὴ φάτνη προβάλλουν τὰ κεφάλια τους δυὸ ἀγαθὰ ζῷα, βόδι καὶ ὀνάριο ζεσταίνοντας τὸ θεῖο Βρέφος μὲ τὴν ἀναπνοή τους. Ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κάτω ἄκρο τῆς εἰκόνας, κάθεται συλλογισμένος ὁ Ἰωσὴφ ἔχοντας ἴσως ἀκόμη τὸ σαράκι τῆς ἀμφιβολίας μέσα του. Στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς εἰκόνας παριστάνεται τὸ πρῶτο λουτρό, ποὺ ἔκανε ἡ μαία Σαλώμη στὸ Νεογέννητο.
Δεξιὰ κι᾿ ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ βουνὸ ἄγγελοι προσκυνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸ Χριστὸ ἢ φέρνουν στοὺς ποιμένες, ποὺ ξενυχτοῦν, τὸ χαροποιὸ ἄγγελμα. Ἕνα τσοπανόπουλο κάθεται διπλοποδισμένο παίζοντας φλογέρα. Ζωγραφίζονται ἀκόμη καὶ ἄλλοι τσοπάνοι μὲ τὰ κοπάδια τους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη ἔρχονται ντυμένοι μὲ τὶς ἐξωτικές τους φορεσιὲς οἱ τρεῖς Μάγοι κομίζοντας τὰ βασιλικὰ τοὺς δῶρα. Ὁ λαμπρὸς ἀστέρας, ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε, ἔχει σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, «ὡσὰν δροσοσταλίδα κρεμάμενη ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ Χριστοῦ», ὅπως γράφει ὁ μακαριστὸς Φώτης Κόντογλου. Ὁ ἴδιος ἁγιογράφος - συγγραφέας ὁλοκληρώνει τὴν περιγραφὴ τῆς παραστάσεως μὲ τὴ λιτὴ φύση, ποὺ τὴ στολίζει: «Ἄγρια πρινάρια καὶ εὐώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια καὶ ἄλλα, στολίζουν ταπεινὰ τοὺς βράχους, ὅπως τὰ βλέπει κανένας εἰς τὰ εὐλογημένα βουνὰ τῆς πατρίδος μας».
Εἴπαμε στὴν ἀρχή, ὅτι ἡ εἰκόνα φανερώνει τὴ θεολογία, τὸν πνευματικὸ χαρακτήρα τῆς Γεννήσεως· καὶ πρὶν νὰ δοῦμε τὸ καθένα στοιχεῖο τῆς συνθέσεως τί συμβολικὰ ἀποκαλύπτει, ἂς δοῦμε ὁλόκληρη τὴ σύνθεση μαζὶ καὶ τὴν τεχνοτροπία της. Ἡ σύνθεση στοιχείων ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα (βουνό, σπήλαιο, φάτνη, κ.λ.π.) μὲ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ συμβολίζει τὸ χρυσὸ βάθος τῆς εἰκόνας, καθὼς καὶ ὁ ἀντιρεαλιστικὸς δισδιάστατος χαρακτήρας τῆς ζωγραφικῆς μᾶς δίνουν ὀπτικὰ τὴ σύνθεση τοῦ γήινου καὶ τοῦ θείου, τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ τοῦ θείου· καὶ αὐτὸ γιατί οὔτε ἀνθρωποποιεῖ τὴν παράσταση σὰν μία παχυλὴ εἰδωλοποίηση στὸν καθρέφτη, οὔτε ἀφαιρεῖ τὴν ἱστορικότητα τῶν γήινων στοιχείων καὶ συστατικῶν, ἀλλὰ τὰ μεταμορφώνει. Ἡ σύνθεση ἀκολουθεῖ περισσότερο - στὶς λεπτομέρειες ἰδίως - τὴν ὑμνογραφικὴ παράδοση, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὰ λεγόμενα Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Ἔτσι ζωγραφίζεται σπήλαιο σκοτεινόχρωμο, σὰν τὴ σκοτεινιὰ τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, ὅπου λάμπει κατάλευκο τὸ ἐσπαργανωμένο Βρέφος.
Στὴ Δυτικὴ ζωγραφικὴ ὁ μικρὸς Χριστὸς εἰκονίζεται γυμνός, ἐνῷ τὸ Εὐαγγέλιο σαφῶς μας λέει «καὶ σπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ» (Λουκ. β´ 6).
Τὰ δυὸ ζωντανὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν κάθε φορὰ ποὺ προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα ὅτι «Ἔγνω βοὺς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός μου οὐ συνῆκεν» (Ἡσ. α´ 3).
Τὴν κεντρικὴ θέση στὴ σύνθεση κατέχει μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ἡ Παναγία καὶ ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση, ὅτι ἀποτελοῦν τὸν κεντρικὸ κύκλο δείχνοντας τὴ σημασία τῆς Παναγίας στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς Παναγίας τονίζεται ἡ σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ἡ συμβολή του στὴ θεία συγκατάβαση. Ὁ Ἰωσὴφ μένει ἔξω ἀπὸ τὸ κύκλωμα αὐτό. Ἔτσι ἀμέσως μὲ τὴν πρώτη ματιὰ συνειδητοποιεῖ ὁ πιστὸς ὅτι ἄνανδρος ἡ σύλληψις, καὶ ὁ Ἰωσήφ, καθὼς μάλιστα κάθεται συλλογισμένος, ἐπιβεβαιώνει μὲ τὴν ἄγνοιά του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμφιβολία του τὸ μέγα μυστήριον. Ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας θαρρεῖς ὅτι ὑπομνηματίζει αὐτὴν τὴν ἀμφιβολία:
«Τάδε λέγει Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Παρθένον Μαρία, τί τὸ δράμα τοῦτο, ὃ ἐν σοὶ τεθέαμαι; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι.... οὐκ ἔτι φέρω λοιπόν, τὸ ὄνειδος ἀνθρώπων...».
Ἡ σκεπτικὴ στάση τοῦ Ἰωσὴφ δίνει κουράγιο σ᾿ ὅσους ταλαιπωροῦνται ἀπὸ λογισμοὺς ἀμφιβολίας, ὅσον ἀφορᾶ τὴ μυστηριακὴ Γέννηση. Ὅσοι δὲν μποροῦν νὰ δεχτοῦν μὲ ἁπλὴ καρδιά, τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ καλόκαρδοι ποιμένες, ἐλπίζουν στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀμφιβολιῶν καὶ τῶν διαφόρων δεινῶν λογισμῶν. Γιατί σὲ ἄλλο τροπάριο ὁ Ἰωσὴφ θὰ δώσει τὴν ἀπάντηση:
«Ἐγώ, φησί, τοὺς προφήτας ἐρευνήσας καὶ χρηματισθεὶς ὑπὸ ἀγγέλου πέπεισμαι ὅτι Θεὸν γεννήσει ἡ Μαρία ἀνερμηνεύτως».
Οἱ Μάγοι - σοφοὶ καὶ καλοπροαίρετοι ἀναζητητὲς τῆς ἀλήθειας τοῦ καιροῦ τοὺς γίνονται ἐδῶ ἐκπρόσωποι ὅλων ὅσων ψάχνουν καὶ πορεύονται δρόμους μακρυνούς, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἔνσαρκο ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ τεχθεῖς Χριστός.
Μένει ἀκόμα ἡ τρυφερὴ λεπτομέρεια τοῦ πρώτου λουτροῦ τοῦ Βρέφους. Ἴσως παραξενεύει καμιὰ φορὰ τοὺς πιστοὺς ἡ σκηνὴ αὐτή, ἀλλὰ ἡ Παράδοση τὴ δέχεται ἤδη ἀπὸ τὸν 6ον αἰ. μέχρι σήμερα μὲ σποραδικὲς ἐξαιρέσεις. Στὸ τρυφερὸ αὐτὸ γεγονός, ἐκτὸς ἀπὸ μία οἰκειότητα, ποὺ προσδίδουν στὴν εἰκόνα ὁρισμένοι θεολόγοι, βλέπουν μίαν ἀκόμη ἐπίρρωση στὴν πίστη τῆς σαρκώσεως καὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Κι᾿ ἀκόμη μὲ τὸ βύθισμα στὸ λουτρὸ πιστεύουν ὅτι προεικονίζεται ἡ Βάπτισις τοῦ Κυρίου.
Ἂν κάνουμε μία σύγκριση μὲ τὴν εἰκονογραφία στὴ Δύση, ἰδίως μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση, θὰ βροῦμε ἀρκετὲς διαφορές, ποὺ μερικὲς σημαίνουν τὴ διαφορὰ τοῦ πνεύματος ἀνάμεσα στὶς δυὸ παραδόσεις. τὸ σπήλαιο γίνεται ἕνας στάβλος ἰδωμένος μὲ ρομαντικὴ ματιά, ποὺ ὅλο καὶ τὸν ἐξωραΐζει. Ἡ Παναγία εἶναι μία ὄμορφη χωριατοπούλα καὶ ὁ Χριστὸς ἕνα χαριτωμένο παχουλὸ μωρό, ποὺ εἰκονίζεται μάλιστα γυμνό. Ὁ Ἰωσὴφ παίρνει θέση δίπλα στὸ Βρέφος, ἰσάξια μὲ τὴν Παναγία. Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων μετατρέπεται σὲ μία πολυπρόσωπη παρέλαση τῆς ἀριστοκρατίας τοῦ καιροῦ τοῦ ζωγράφου. Ὁ συναισθηματισμὸς μὲ τὶς ρομαντικὲς προεκτάσεις του καὶ κάποτε τὶς κλασσικιστικὲς ἀναμνήσεις του παραμερίζει τὸ Μυστήριο μεταλλάσσοντας τὴ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀρρήτου αὐτοῦ μυστηρίου σὲ ὡραῖα καταγραφὴ ἑνὸς μυθικο-ιστορικοῦ γεγονότος μέσα στὰ πλαίσια τῆς Οὐμανιστικῆς ἀμορφίας καὶ τῆς καλομελετημένης ἁρμονίας.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως βλέπουμε πράγματα, ποὺ ξεπερνοῦν τὴ λογικὴ καὶ τὴν καλοστημένη τάξη. Βλέπουμε πράγματα γιὰ τὴν κρίση μας παράδοξα.
Ὁ Χριστὸς π.χ. νὰ εἰκονίζεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως καὶ στὸ λουτρό. Οἱ Μάγοι νὰ παριστάνονται δυὸ φορές.
Τὸ χρόνο ὁ ὀρθόδοξος ζωγράφος τὸν χρησιμοποιεῖ ἐλεύθερα, γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο. Γιατὶ κι ἂν σαρκώθηκε καὶ γεννήθηκε σὲ μία ἱστορικὴ στιγμή, δὲν παύει νὰ εἶναι χτὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο ὁ Ἴδιος. Αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, τὸ λειτουργικὸ χρόνο, ὅπου τὰ πάντα εἶναι παρόν, μᾶς παρουσιάζει μὲ τὰ μέσα της ἡ ζωγραφική.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Γεννήσεως μορφοποιεῖ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκοντας τὸ μέτρο ἀνάμεσα στὸ θεϊκὸ καὶ τὸ ἀνθρώπινο, δοξολογεῖ μὲ χρώματα καὶ σχήματα, μὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ χωρὶς γλυκερότητα, τὴν ἐνανθρώπηση καὶ προσφέρει στὸν πιστὸ τὴν πύλη γιὰ τὴν εἴσοδο στὸ Μυστήριο, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰσθητικὴ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τῆς ἀληθινῆς τέχνης.