Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσῃς τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Σὲ κάποια χώρα πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὀνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικοῦσε ἕνας ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβὴς χριστιανὸς μὲ τὴν ἐπίσης ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ σύζυγό του Σοφιανὴ κατὰ τὸ ἔτος 1607.
Κάποια φορὰ ἀσθένησε ἡ Σοφιανὴ καὶ παρέμεινε στὸ κρεββάτι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σήκωση οὔτε τὸ κεφάλι της. Κατὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς 3ης Αὐγούστου ἅπλωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ φάνηκε σὰν νὰ ἐξέπνευσε. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς της τότε ἑτοίμαζαν τὰ ἁρμόδια γιὰ τὴν ταφὴ χωρὶς νὰ μποροῦν ἀπὸ κανέναν νὰ παρηγορηθοῦν. Διεπίστωσαν ὅμως ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μαστό της τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν θερμό, ὁπότε καὶ τὴν ἄφησαν ἀσαβάνωτη μέχρις ὅτου τελείως νεκρωθῆ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφή της καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὸν πόνο της ἐπῆρε κρύο νερὸ καὶ ἐράντισε τὴν Σοφιανὴ ἡ ὁποῖα συνῆλθε καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς στὴν ἀδελφή της Ἄννα: «Καλλίτερα νὰ μὴν εἶχες ἔλθει, ἀδελφή μου, ἐδῶ διότι περισσότερη ζημία καὶ θάνατο μοῦ προξένησες, παρὰ ζωὴ πρόσκαιρη, διότι οἱ φωνές σου μὲ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὸν φωτεινὸ ἐκεῖνο Παράδεισο καὶ τὴν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπελάμβανα. Ἔπρεπε, ἄθλια, ὅταν μὲ εἶδες νεκρή, νὰ χαιρόσουν περισσότερο καὶ νὰ εὐχαριστοῦσες τὸν Θεό, παρὰ τώρα ὅπου μὲ βλέπεις καὶ ἀνέζησα».
Ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἔγινε καλλίτερα τῆς ἐζήτουν οἱ παρευρισκόμενοι νὰ διηγηθῆ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶδε στὴν ἄλλη ζωή. Ἐκείνη ἐζήτησε Πνευματικὸ νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ καί, ἐὰν ἐκεῖνος κρίνη ὅτι εἶναι εὔλογο, νὰ τὰ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Πνευματικὸς Ἱερόθεος Κουκουζέλης, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος μὲ πατριαρχικὴ προσταγὴ ἦλθε γιὰ νὰ ἐξομολογήσῃ τὴν Σοφιανή, ἡ ὁποία καὶ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:
«Καθὼς σηκώθηκα καὶ ἀνεκάθισα στὸ κρεββάτι μου, λιποθύμησα καὶ βλέπω μπροστά μου ἕνα ἀστραπόμορφο νεανία, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ δοχεῖο γεμάτο νερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλη δίψα καὶ ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἂν ὅμως πιῆς αὐτὸ τὸ ζωοπάροχο νερό, θὰ ὑγιαίνης στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ θὰ ἔχης παντοτεινὴ χαρά. Ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά, ἐσκίρτησα ἀπὸ χαρά, καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἤθελα παρὰ νὰ βλέπω τὸν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Ὅταν ἔλαβα τὸ ποτήρι αὐτὸ στὰ χέρια μου γιὰ νὰ τὸ πιῶ, δὲν ξέρω πῶς, ἁρπάχθηκα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια ἔλειπα ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ δὲ ψυχή μου ἀκολούθησε ἐκεῖνο τὸν νέο καὶ ἀνεβαίναμε στὸν οὐρανό. Ἐπεράσαμε ἑπτὰ σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σὲ σκότος βαθὺ καὶ κατόπιν φθάσαμε σ᾿ ἕνα φωτεινὸ καὶ πανευώδη τόπο, πρὸ τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δυὸ ὑψηλὲς καὶ πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιὰ ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους, ἐνῶ ἡ ἀριστερὰ ἀπὸ χαλκὸ καὶ ἀναμμένο σίδερο, ποὺ φαινόταν σὰν φλογεροὶ ἄνθρακες. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἐστέκοντο πλῆθος ἀπὸ φρικωδέστατους ὠπλισμένους γίγαντες ποὺ ἐφύλαττον τὴν πύλη καὶ ἐγὼ τότε ἔμεινα ἄφωνος ἀπὸ τὸν φόβο μου.
- Μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου: Βλέπεις, ἀδελφή, αὐτὲς τὶς πύλες; Αὐτὲς εἶναι οἱ πύλες τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ μὲν χρυσὴ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ δὲ σιδερένια τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἀφήσαντες αὐτὲς τὶς πύλες ἀνεβήκαμε ψηλότερα σὲ φωτεινότερο τόπο, ὅπου ἐστέκοντο ἄπειρα πλήθη φωτομόρφων ἀνδρῶν τῶν ὁποίων οἱ θέσεις δὲν ἦταν ὅλες σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἄλλου ἦταν ψηλότερα καὶ ἄλλου χαμηλότερα.
Τότε ὁ ὁδηγός μου μὲ τοποθέτησε ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, ἐδῶ σκύψε καὶ προσκύνησε. Ἀμέσως τότε ἐγὼ ἔσκυψα καὶ προσκύνησα μὲ πολὺ φόβο, ἀλλὰ ποιὸν προσκύνησα δὲν εἶδα. Ἐκεῖνος πάλι μ᾿ ἐσήκωσε καὶ μοῦ εἶπε: Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσης τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, καὶ μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδα ἕνα πύρινο, λαμπρὸ καὶ βασιλικὸ θρόνο, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀνθρώπινο χέρι τὸ ὁποῖο κρατοῦσε μία ζυγαριά.
Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θρόνο ἐστέκοντο ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ἦλθα καὶ ἐγώ, μεταφέροντας ψυχὲς ἀνθρώπων, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν καὶ ὅταν τὶς ἀνέβαζαν ἐδῶ, ἔλεγαν: Προσκυνᾶτε, καὶ ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς προσκυνοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἔκανα καὶ ἐγώ. Ἐπάνω στὸν φοβερὸ θρόνο, μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, καθόταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐνδεδυμένος ἕνα γαλαζοπόρφυρο ἔνδυμα. Ἐγὼ ἀπὸ τὴν δυνατὴ λάμψι τοῦ προσώπου Του, δὲν μπόρεσα νὰ Τὸν ἀτενίσω. Οἱ παριστάμενοι ἄγγελοι ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος ὁ Ὢν καὶ προὼν καὶ φανεὶς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τὸ πλάσμα σου. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγγελικοὶ χοροὶ ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί μας ἔψαλλαν τό: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἄνθρωποις εὐδοκίᾳ, ἄλλοι δὲ ἔψαλλαν τό: Ἀλληλούϊα ἀνὰ τρεῖς φορές, ἐνῶ ἄλλοι τό: Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμὴν καὶ οὐδέποτε ἔπαυαν τὴν δοξολογία τους.
Ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ στεκόταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἀριστερὰ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅπως τοὺς εἰκονίζουν οἱ ἁγιογράφοι. Οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωναν τὴν δοξολογία τους, προσκυνοῦσαν τὸν Κύριο κλίνοντες τὶς κεφαλές τους, ὁ δὲ Κύριος ὕψωνε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Ἀπὸ τὰ Δεσποτικὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν Του ἔπεφταν ποταμηδὸν πολύτιμοι λίθοι καὶ μαργαρίτες, πράγμα τὸ ὁποῖο βλέποντας ἐγώ, ἔφριξα καὶ ρώτησα τὸν ὁδηγό μου τί εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:
- Βλέπεις, Σοφιανή, τοὺς μαργαρίτες καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Δεσπότου καὶ κατέρχονται στὴν γῆ; Αὐτοὶ εἶναι τὸ ἄφατο ἔλεός Του, ἡ ἄπειρος ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ πέμπει τὴν εὐλογία Του στὰ σπίτια τῶν ἀγαθῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ποὺ φυλάττουν ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι σ᾿ Αὐτὸν καὶ σὲ ὅσους ἐξομολογοῦνται καθαρὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐφαρμόζουν τὶς θείες ἐντολὲς καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὅλους αὐτοὺς τοὺς εὐλογεῖ καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ κάθε κακό. Αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τους, ἀπολαμβάνουν ζῶντες αὐτὲς τὶς εὐλογίες καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦν τὴν ἐδῶ διαμονὴ καὶ μακαριότητα.
Οἱ φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ ἀριστερό Του χέρι σημαίνουν τὸν θυμό, τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησί Του γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ἀδικοῦν τὸν πλησίον τους. Αὐτοὶ ὄχι μόνο στεροῦνται τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ καὶ παραπέμπονται στὸ αἰώνιο πῦρ γιὰ νὰ κολάζωνται μὲ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.
Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὴν ζυγαριά, ποὺ εἴπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξερχόταν ἀφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αὔρα καπνοῦ καὶ ἀναρίθμητες σπαρακτικὲς φωνὲς ἀνθρώπων ποὺ συνεχῶς ἐφώναζαν τό: «οὐαὶ καὶ τὸ ἀλλοίμονο».
Οἱ ἄγγελοι ἔφερναν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν γῆ καί, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν, τὶς ὡδηγοῦσαν σὲ ἐξέτασι ὅλων τῶν ἔργων τους ποὺ ἔκαναν στὴν γῆ, καὶ τὰ μὲν καλὰ τὰ ἔθεταν στὸ δεξὶ μέρος τῆς ζυγαριᾶς τὰ δὲ πονηρὰ στὸ ἀριστερό της. Κατόπιν τὶς σεσωσμένες καὶ ἅγιες ψυχὲς ἔδινε ἐντολὴ ὁ Χριστὸς καὶ τὶς ὡδηγοῦσαν οἱ ἄγγελοι στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ἡ χρυσὴ πύλη, ἐνῶ τὶς ἀμετανόητες καὶ ἁμαρτωλὲς ψυχὲς τὶς ἔρριχναν σὲ ἐκεῖνο τὸ χάος τῆς ἀβύσσου. Τότε οἱ ἄγγελοι ἐχαίροντο καὶ εὐφραίνοντο γιὰ τὶς σεσωσμένες ψυχές, ἐνῶ ἐλυποῦντο καὶ ἐσκυθρώπαζον γιὰ τὶς κολασμένες.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφεραν οἱ ἄγγελοι μία ψυχή, τῆς ὁποίας ἐπλεόναζαν οἱ ἁμαρτίες της ἀπὸ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἐπρόκειτο ὁ Κύριος νὰ κάνη νεῦμα στοὺς ἀγγέλους νὰ τὴν ρίξουν στὸ χάος. Τότε ὅμως παρουσιάσθηκε μπροστὰ ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο λέγοντας: «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικοῦν τὴν ὀργή Σου· ἂν καὶ εἶναι ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ἡ ψυχή, δὲν ἔπαυσε νὰ φυλάγη τὴν ἀληθινὴ σὲ Σένα πίστι καὶ γι᾿ αὐτὸ Σὲ ἱκετεύουμε νὰ τὴν συγχώρησης». Ἐνῶ αὐτοὶ παρακαλοῦσαν τὸν Χριστό, ἦλθαν καὶ οἱ ἄγγελοι προβάλλοντες τὶς ἐλεημοσύνες, τὶς Λειτουργίες, τὰ κεριά, τὸ λάδι, τὶς προσφορὲς καὶ τὰ μνημόσυνα τὰ ὁποῖα ἔκανε. Ἀκόμη ἀνέβηκαν καὶ οἱ προσευχὲς τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ οἱ ἀγαθοεργίες τῶν γονέων καὶ συγγενῶν της ποὺ προσφέρθησαν στοὺς πτωχοὺς γιὰ τὴν ἀνάπαυσί της. Ἐπὶ πλέον ἀκούσθηκαν οἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, ποὺ ἔλαβαν τὶς ἐλεημοσύνες ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, λέγοντες τό: «Ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχώρηση».
Τότε ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου νὰ λέγη: «Ἰδοὺ γιὰ τὴν δέησι τῶν ἱερέων μου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίνω συγχώρησι σ᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή». Ἐνῶ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ νεύσῃ ὁ Κύριος μὲ τὸ δεξί Του χέρι νὰ βάλουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους, ἔφθασαν στὸν Θρόνο Του οἱ ὁδυρμοί, οἱ φωνές, τὰ μοιρολογήματα καὶ οἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καὶ οἱ βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν θλίψι τους καὶ ἔτσι ἐξεδήλωναν τὴν ἀπιστία τους στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ὅταν συνέβησαν αὐτά, ὠργίσθηκε πολὺ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἀρκέσθηκαν στὶς δεήσεις τῶν ἱερέων μου, ἀλλὰ καὶ ἀντιμάχονται ἐναντίον μου, νὰ σηκώσετε αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ρίψετε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο». Οἱ ἄγγελοι τότε πολὺ λυπήθηκαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή, ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Χριστό, ἐπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο βάραθρο τῆς κολάσεως. Τότε ἐτόλμησα καὶ ἐγὼ ἡ ταλαίπωρη νὰ ρωτήσω τὸν ὁδηγὸ ἄγγελό μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυποῦνται τόσο πολὺ οἱ ἄγγελοι, ὅταν ρίχνεται κάποια ψυχὴ στὸ βάραθρο τῆς κολάσεως;»
Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Αὐτὸ τὸ χάος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ βυθίζει ὅσους πέσουν στὸν ἀφώτιστο αὐτὸ τόπο τοῦ Ἅδου, στὸν ὁποῖο κολάζονται αἰωνίως. Ἐὰν ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄγγελοι χαρὰ γιὰ τοὺς σεσωσμένους, πολὺ περισσότερο ἔχουμε λύπη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κολάζονται».
Ἐνῶ μοῦ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἄγγελός μου, ἀκούω ξαφνικὰ μεγάλο θόρυβο, διότι ἤρχοντο ἄγγελοι φέροντες μία ψυχὴ μὲ ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα, λαμπάδες καὶ φωτοχυσίες. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐρχόταν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ παρρησία, οἱ δὲ ψυχὲς τῶν δικαίων ἦλθαν γιὰ νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Εἶχε ἡ μακαρία αὐτὴ ψυχὴ τὸ ἔνδυμά της λευκὸ καὶ καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο καὶ δὲν ἔφερε καμμία κηλίδα ἢ στίγμα ἁμαρτίας, ὅπως εἶχαν οἱ ἄλλες ψυχές. Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ἡ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐφύλαξε ἀμόλυντο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔλαμπε τόσο πολύ. Ἦλθε λοιπὸν αὐτὴ ἡ ψυχὴ καὶ προσκύνησε, ὅπως ὅλες κατὰ τὴν συνήθειαν. Τότε ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι εἴδαμε ψυχὴ δικαίου καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία». Τότε ἀκούσθηκε βροντώδης ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αὐτὴ καὶ νὰ τὴν ἀναπαύσετε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους». Ἔπειτα στρέφοντας τὸν λόγο του καὶ τὸ χέρι Του πρὸς ἐμένα, εἶπε: «Νὰ ὁδηγήσετε καὶ τὴν Σοφιανὴ αὐτὴ στὶς κατοικίες καὶ μονὲς τῶν ἁγίων μου, γιὰ νὰ τὶς ἰδῆ· ἐπειδὴ ὅμως τὴν ἀναζητοῦν πολλοὶ στὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐπιστρέψετε στὸ σῶμα της γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐξιστόρησι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας ποὺ ἀξιώθηκε ἐδῶ νὰ ἰδῆ. Ἂν ἀγωνισθῇ νὰ ἀποκτήσῃ καὶ ἄλλες ἀρετὲς καὶ εὐδοκιμήσῃ τελείως, τότε θέλει νὰ ἀξιωθῇ μετὰ ἀπὸ τρεῖς χρόνους ν᾿ ἀπολαύσῃ μεγαλύτερες τιμές».
Μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Δεσπότου μὲ ἅρπαξε ὁ ἄγγελος καὶ ἀκολουθήσαμε ἐκείνη τὴν δικαία ψυχή, ἑνωθέντες μὲ ἄλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὴν χρυσὴ ἐκείνη πύλη τοῦ Παραδείσου. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου τὴν Κυρία Θεοτόκο μὲ ἀνέκφραστη δόξα καὶ μαζί της ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του κλειδιά. Ἄνοιξε τὴν ὡραία ἐκείνη πύλη καὶ μπῆκε πρώτη ἡ Θεοτόκος κατόπιν ὁ Πέτρος καὶ μετὰ οἱ ἄγγελοι μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ μετέφεραν. Μὲ αὐτοὺς ἐπήγαινα καὶ ἐγὼ βιαζόμενη νὰ συμπορεύωμαι μὲ τὴν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τόσο φωτοστόλιστος καὶ πανευώδης, ὥστε ἐθαύμαζα καὶ ἐχαιρόμουν ἀνεκδιήγητα. Τὸ ἔδαφος ἐκεῖνο δὲν ὠμοίαζε μὲ τὴν στερεὰ γῆ τὴν δική μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καὶ ὅσα ἄλλα βλέπουμε, ἀλλὰ ἦταν λευκὴ σὰν τὸ καθαρὸ βαμβάκι ἢ χρυσὸ ὕφασμα στολισμένο μὲ ποικίλους πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Εἶδα ἐπίσης δένδρα ὑψηλά, εὐώδη καὶ κατάφορτα ἀπὸ ἄνθη καὶ ὡραιότατους καρπούς, ποὺ ὠμοίαζαν μὲ ρόδα καὶ κρίνα. Κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν χρυσοπόρφυρα στρώματα ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύοντο ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα πολλοὺς ἀπὸ τὴν πατρίδα μου τὴν Ἄβυδο καὶ ἀπὸ τὴν πόλι αὐτή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει.
Ἐκεῖ εἶδα τὸν ἱερέα πατέρα μου Ἰωάννη καὶ τὴν μητέρα μου Ἀναστασία καὶ μία ἀδελφή μου, πλὴν ὅμως δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ τοὺς μιλήσω. Οἱ κατοικίες τους δὲν ἦταν ὅμοιες, ὅπως δὲν ἦταν ὅμοιες οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τους ἐδῶ στὴν γῆ. Βαδίζοντας ἀκόμη πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἶδα καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ ὑψηλὸ καὶ φωτεινώτερο τόπο καὶ περιπατοῦσαν ὅλοι λευκοφορεμένοι καὶ ἐνδεδυμένοι μὲ λαμπρότατο φῶς. Ἐνῶ τότε ἀναρωτιόμουν μὲ τὸν ἑαυτό μου, ποιοὶ νὰ εἶναι ἄραγε αὐτοί, ἐστράφη ἡ Θεοτόκος πρὸς ἐμένα καὶ μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, βλέπεις τὶς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων; Βάδιζε γρήγορα νὰ προφθάσης καὶ προσκύνησης τὸν δίκαιο Ἀβραάμ, διότι δὲν θὰ τὸν ἰδῆς καθὼς τὸ ποθεῖς». Τότε ἔτρεξα ἐγὼ καὶ εἶδα ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραάμ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα ὡραιότατο θρόνο καὶ γύρω του ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ἐγὼ ἔτρεχα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ἀπολαύσω, ὁπότε μὲ εἶδε ἐκεῖνος καὶ μοῦ ἔνευσε νὰ τὸν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος ἔτρεχα γιὰ νὰ τὸν φθάσω, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄκουσα τὶς φωνὲς τῆς ἀδελφῆς μου καὶ μὲ τὸ κρύο νερὸ ποὺ ἐράντισε τὸ πρόσωπό μου, ἐπανῆλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο βάρος καὶ ψυχρότητα στὸ σῶμα μου, ὡσὰν νὰ μοῦ ἦταν πάγος. Σιγὰ-σιγὰ ἐμψυχώθηκε τὸ σῶμα καὶ συνῆλθα τελείως».
Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ μὲ προσοχὴ ὁ Πνευματικός της τὴν ἐρώτησε:
- Εἶδες κανένα ἄλλο μυστήριο, παιδί μου; Εἶδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις ἁμαρτωλῶν, ὅπως βλέπουν πολλοὶ ἄλλοι;
Ἡ Σοφιανὴ ἀποκρίθηκε:
- Δὲν εἶδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.
- Γνωρίζεις κανένα ἀγαθό, τὴν ἐρωτᾶ ὁ ἱερεύς, ποὺ νὰ ἔπραξες στὴν ζωή σου;
- Τί καλὸ ζητεῖς ἀπὸ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή, πάτερ; Ἀλλά, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις, θὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζω. Πρὶν τρία χρόνια, ἐκεῖ ποὺ ἔγνεθα στὸ πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία ἄκουσα μεγάλη βοὴ καὶ ταραχή, ὡσὰν νὰ συνέβαινε σεισμὸς καὶ τότε βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες μὲ ἀρχιερατικὲς στολές, οἱ ὁποῖοι, καθὼς γνωρίζω ἀπὸ τὶς εἰκόνες τους, ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐγὼ παρέλυσα ἀπὸ τὸν φόβο μου, ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ τοὺς προσκύνησα μὲ μεγάλο φόβο. Ἐκεῖνοι τότε μοῦ εἶπαν:
- Μὴ φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ θέλουμε νὰ ἀφιέρωσῃς στὸν Θεὸ τὸ σπίτι σου γιὰ νὰ γίνῃ ἐκκλησία στὸ ὄνομά μας καὶ ἐμεῖς θὰ πρεσβεύουμε γιὰ τὴν σωτηρία σου.
Ἐγὼ ἐτόλμησα καὶ τοὺς εἶπα:
- Ἅγιοι Δεσπόται μου, εἶναι αὐτὸ τὸ σπίτι κατάλληλο γιὰ δοξολογία Θεοῦ καὶ κατοικία ἰδική σας, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ἐμεῖς εἴμεθα πτωχοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχουμε τὸν τόπο νὰ κάνουμε ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζετε; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν γνωρίζω καὶ τὴν γνώμη τοῦ συζύγου μου, ἀκόμη καὶ ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε βασιλικὴ ἄδεια γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας.
Ἐκεῖνοι μοῦ εἶπαν:
- Μὴ στενοχωρῆσαι ποὺ εἶναι ὁ χῶρος ἀκάθαρτος καὶ κοπρώδης, οὔτε νὰ φοβῆσαι γιὰ τὴν βασιλικὴ ἄδεια, μόνο φρόντισε ἐσὺ νὰ μᾶς τὸν ἀφιερώσῃς καὶ ἐμεῖς ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ τακτοποιήσουμε. Διότι κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὁ ἀχυρώνας αὐτὸς ἦταν ναὸς ἰδικός μας. Ἂν ὅμως ἀμελήσῃς καὶ δὲν κάνῃς, ὅπως σοῦ λέγομε, θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωή σου ὡς παρήκοη.
Μόλις εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν τὸ βράδυ ἦλθε ὁ ἄνδρας μου τοῦ ἀνήγγειλα ὅλα τὰ γενόμενα. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὴν μικρὴ προσευχή μας, ἐφάνηκαν πάλι οἱ Ἅγιοι μὲ σεισμὸ καὶ μοῦ εἶπαν μεγαλόφωνα:
- Σοφιανή, γιατί δὲν ἔκανες αὐτὸ ποὺ σὲ ὡρίσαμε καὶ μέλλεις νὰ πεθάνῃς μὲ αἰφνίδιο θάνατο;
Ἐγὼ λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου:
- Ἀκοῦς τί προστάζουν οἱ Ἅγιοι;
Αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε:
- Ἅγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τὰ εἶπε ὅλα ἡ Σοφιανή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμεθα πτωχοὶ καὶ δὲν ἔχουμε τὰ μέσα, φοβούμεθα δὲ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐκάναμε τίποτε. Ἐπειδὴ ὅμως ὁρίζετε νὰ τὸν ἀφιερώσουμε στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγιωσύνη σας, ἀπὸ σήμερα νὰ γίνῃ δικός σας ὁ τόπος αὐτός.
Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν:
- Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ σκάψῃς μέσα στὸν ἀχυρώνα καὶ θὰ εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, ἀκόμη καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ θὰ πεισθῆς ἔτσι στὰ λόγια μας. Πήγαινε καὶ στὸν Σουλτάνο καὶ ζήτησέ του τὴν ἄδεια καὶ ἐμεῖς θὰ τὸν καταπείσουμε νὰ σᾶς τὴν δώσῃ.
Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἀνεχώρησαν. Ἐμεῖς ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα τὴν περάσαμε μὲ δοξολογίες στὸν Θεὸ καὶ τὸ πρωὶ ἀνακοινώσαμε τὸ γεγονὸς στοὺς συγχωριανούς μας καὶ ὅλοι ἔτρεξαν μὲ σκαπτικὰ ἐργαλεῖα νὰ βοηθήσουν στὸ σκάψιμο. Πράγματι, εὑρήκαμε τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα ποὺ ἦταν χωμένα. Ἐπήραμε μὲ εὐκολία καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Σουλτάνο καὶ ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ἐκκλησίας. Ἐμεῖς εἴχαμε μερικὰ χωράφια, τὰ πουλήσαμε καὶ ἀγοράσαμε διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀφοῦ τελείωσαν οἱ δουλειές, μὲ πατριαρχικὴ ἄδεια, ἦλθε ὁ Ἅγιος μητροπολίτης Κίτρους καὶ τὴν ἐγκαινίασε. Ἐμεῖς κατόπιν ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας καὶ ἐγκατασταθήκαμε στὴν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μὲ ἐνοίκιο. Ὅμως σὲ παρακαλῶ, ἅγιε Πνευματικέ μου, νὰ πείσης τὸν ἄνδρα μου νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ γίνω μοναχὴ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου αὐτὰ τὰ τρία ἔτη ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος ὅτι θὰ μείνω ἀκόμη σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή
Ὁ Πνευματικός της ἄκουοντας αὐτά, εἶπε στὸν ἄνδρα της νὰ μὴ τὴν ἐμποδίσῃ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν διακαῆ της πόθο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια θὰ πᾶνε μαζὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ προσκυνήσουν τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.
Πράγματι, ἀφοῦ πούλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, ἔφυγαν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἐξωμολογήθηκαν τὰ πάντα στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Μετὰ κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἡ μὲν Σοφιανὴ ἐπῆγε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Σωφρονία, ὁ δὲ ἄνδρας της ἐπῆγε σὲ ἀνδρικὸ καὶ ἀπὸ Χρῆστος ἐπωνομάσθηκε Χαρίτων.
Διήγησις ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη ζωὴ
Ἤμουν ἄθεη καὶ ἔβριζα πολὺ καὶ φοβερὰ τὸν Θεό. Ζοῦσα μέσα στὴν ντροπὴ καὶ τὴν πορνεία καὶ ἤμουν νεκρὴ στὴν γῆ. Ὅμως ὁ ἐλεήμων Θεὸς δὲν ἄφησε νὰ χαθῶ, ἀλλὰ μὲ ὡδήγησε στὴν μετάνοια.
Στὰ 1962 ἀρρώστησα ἀπὸ καρκίνο καὶ ἤμουν ἄρρωστη τρία χρόνια. Δὲν ἔμεινα ξαπλωμένη, παρὰ ἐργαζόμουνα καὶ ἔκανα θεραπεία σὲ γιατρούς, ἐλπίζοντας νὰ βρῶ θεραπεία. Τοὺς τελευταίους ἕξη μῆνες εἶχα τελείως ἀδυνατίσει, τόσο ποὺ οὔτε νερὸ δὲν μποροῦσα νὰ πιῶ. Μόλις τὸ ἔπινα, ἀμέσως τὸ ἔκανα ἐμετό. Τότε μὲ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἐπειδὴ ἤμουν πολὺ ἐνεργητική, κάλεσαν ἕνα καθηγητὴ ἀπὸ τὴν Μόσχα καὶ ἀπεφάσισαν νὰ μὲ χειρουργήσουν. Μόλις μοῦ ἄνοιξαν τὴν κοιλιά, ἀμέσως πέθανα. Ἡ ψυχή μου βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ στέκονταν ἀνάμεσα σὲ δυὸ γιατροὺς καὶ ἐγὼ μὲ μεγάλο φόβο καὶ τρόμο ἐκοίταζα τὴν ἀρρώστια μου. Ὁλόκληρο τὸ στομάχι μου καὶ τὰ ἔντερά μου ἦταν προσβεβλημένα ἀπὸ καρκίνο. Στεκόμουν καὶ ἐσκεπτόμουν γιατί εἴμαστε δυό; Δὲν εἶχα ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Οἱ κομμουνιστὲς μᾶς φούσκωναν καὶ μᾶς ἐδίδασκαν ὅτι ψυχὴ καὶ Θεὸς δὲν ὑπάρχουν, ὅτι αὐτὸ εἶναι μόνο ἐπινόησις τῶν παπάδων γιὰ νὰ ξεγελάσουν τὸν λαὸ καὶ τὸν κρατοῦν σὲ φόβο γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου ποὺ στέκεται καὶ τὸν βλέπω πάλι ἐπάνω στὸ χειρουργεῖο. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω ὅλα τὰ ἐντόσθια καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δωδεκαδάκτυλο. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο πύον, τὰ πάντα ἦταν κατεστραμμένα καὶ χαλασμένα, τίποτε δὲν ἦταν ὑγιές. Οἱ γιατροὶ τότε εἶπαν: «αὐτὴ δὲν ἔχει μὲ τί νὰ ζήσει». Ὅλα τὰ ἔβλεπα μὲ μεγάλο φόβο καὶ τρόμο καὶ πάλι σκεπτόμουν: «Πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ εἴμαστε δυό; Στέκομαι καὶ ταυτόχρονα εἶμαι ξαπλωμένη;». Οἱ γιατροὶ τότε ἐπέστρεψαν τὰ ἐντόσθια μου ὅπως-ὅπως καὶ εἶπαν ὅτι τὸ σῶμα μου πρέπει νὰ δοθῆ στοὺς νέους εἰδικευμένους ἰατροὺς γιὰ διδασκαλία καὶ τὸ μετέφεραν στὸ ἀνατομεῖο καὶ ἐγὼ πήγαινα κοντά τους καὶ ὅλο καὶ παραξενευόμουν καὶ σκεφτόμουν πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ εἴμαστε δυό; Ἐκεῖ μὲ ἄφησαν ξαπλωμένη, γυμνή, καλυμμένη ὡς τὸ ὕψος τοῦ στήθους μὲ ἕνα σεντόνι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός μου καὶ ἔφερε τὸ μικρό μου γυιό. Ἦταν ἕξη χρονῶν καὶ ὀνομαζόταν Ἄντρουσκα (Ἀνδρέας). Ὁ γυιός μου πλησίασε τὸ σῶμα μου καὶ μὲ φίλησε στὸ κεφάλι. Ἄρχισε νὰ κλαίη καὶ νὰ λέη: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Εἶμαι ἀκόμη μικρός, πῶς θὰ ζήσω χωρὶς ἐσένα; Πατέρα δὲν ἔχω καὶ ἐσὺ πέθανες;». Ἐγὼ τότε τὸν ἀγκάλιασα καὶ τὸν φίλησα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ αἰσθάνθηκε οὔτε τὸ εἶδε, οὔτε μὲ πρόσεξε, ἀλλὰ ἐκοίταζε τὸ νεκρό μου σῶμα. Ἔβλεπα ἐπίσης πὼς ἔκλαιγε ὁ ἀδελφός μου. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐγὼ μὲ μιᾶς βρέθηκα στὸ σπίτι μου. Ἦλθε ἡ πεθερά μου ἀπὸ τὸν πρῶτο μου γάμο, ἡ μητέρα μου καὶ ἡ ἀδελφή μου. Τὸν πρῶτο μου σύζυγο τὸν ἐγκατέλειψα γιατὶ πίστευε στὸν Θεό. Τότε ἄρχισε ἡ διανομὴ τῶν πραγμάτων μου. Ἐγὼ ζοῦσα πλούσια καὶ μὲ πολυτέλεια καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπόκτησα μὲ ἀδικία καὶ τὴν πορνεία. Ἡ ἀδελφή μου ἄρχισε νὰ ἀφαιρῆ τὰ πιὸ ὡραῖα ἀπὸ τὰ πράγματά μου, ἐνῶ ἡ πεθερὰ ζητοῦσε νὰ ἀφήσῃ καὶ κάτι στὸν γυιό μου. Ἡ ἀδελφὴ δὲν ἔδινε τίποτε, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἄρχισε νὰ ἐμπαίζη τὴν πεθερὰ λέγοντας: «αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν γυιό σου καὶ σὺ δὲν τοῦ εἶσαι τίποτε». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, αὐτὲς βγῆκαν καὶ ἔκλεισαν τὸ σπίτι. Ἡ ἀδελφή μου ἐπῆρε μαζί της καὶ ἕνα μεγάλο μπόγο μὲ πράγματα. Ἐνῶ αὐτὲς μάλωναν γιὰ τὰ πράγματά μου εἶδα γύρω μας νὰ χορεύουν καὶ νὰ χαίρονται διάβολοι.
Ξαφνικὰ βρέθηκα στὸν ἀέρα καὶ βλέπω σὰν νὰ πετῶ μὲ ἀεροπλάνο. Αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μὲ συγκρατεῖ καὶ ὅτι ὑψώνομαι ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Βρέθηκα πάνω ἀπὸ τὴν πόλι Μπάρναουλ. Μετὰ βλέπω ὅτι ἡ πόλις χάθηκε. Ἔγινε σκοτάδι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἄρχισε πάλι νὰ ἔρχεται φῶς καὶ στὸ τέλος φώτισε τελείως, τὸ φῶς ἦταν πάρα πολὺ ἰσχυρὸ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ δῶ. Μὲ τοποθέτησαν σὲ μαύρη πλάκα μεγέθους ἑνάμισυ μέτρου.
Ἔβλεπα δένδρα μὲ πολὺ χοντροὺς κορμοὺς καὶ πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα ὑπῆρχαν σπίτια καὶ μάλιστα ὅλα καινούργια, ἀλλὰ δὲν εἶδα ποιοὶ ζοῦσαν σ᾿ αὐτά. Στὴν κοιλάδα αὐτὴ εἶδα πλούσιο πράσινο χορτάρι καὶ σκέφθηκα: «ποῦ βρίσκομαι ἐγὼ τώρα; Ἂν βρίσκομαι στὴν γῆ, τότε γιατί δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ ἐπιχειρήσεις, ἐργοστάσια οὔτε ἄλλα κτίρια, γιατί δὲν ὑπάρχουν δρόμοι οὔτε συγκοινωνία; Τί μέρος εἶναι ἐτοῦτο ἐδῶ χωρὶς ἀνθρώπους καὶ ποιὸς τέλος πάντων ζεῖ ἐδῶ;». Λίγο πιὸ πέρα εἶδα νὰ περπατάη μιὰ ὡραία ὑψηλὴ γυναίκα μὲ βασιλικὰ φορέματα κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο τὰ δάκτυλα τῶν ποδιῶν. Περπατοῦσε τόσο ἀνάλαφρα ποὺ ἀπὸ τὰ πόδια δὲν λύγιζε οὔτε τὸ χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ἕνας νεαρὸς ποὺ εἶχε ὕψος ὡς τοὺς ὤμους της. Εἶχε κρυμμένο τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ χέρια του καὶ γιὰ κάτι ἔκλαιγε πολὺ καὶ πικρὰ παρακαλοῦσε, ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν μποροῦσα ν᾿ ἀκούσω. Σκέφθηκα ὅτι εἶναι ὁ γυιός της καὶ μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατὶ δὲν τὸν λυπᾶται καὶ δὲν τοῦ ἐκπληρώνῃ τὸ αἴτημα. (Σημείωσις: Ἀπὸ ὅλα φαίνεται ὅτι αὐτὸς ὁ νεαρὸς ἦταν ἄγγελος φύλακας αὐτῆς τῆς νεκρῆς γυναικός. Φαίνεται ἐπίσης πόσο ἐνδιαφέρονται οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι γιὰ ἐμᾶς καὶ τὶς ψυχές μας, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται καὶ αὐτῶν τὸ αἴτημα εἶναι ἀνεκπλήρωτο, ἂν ὁ θάνατος μᾶς βρῆ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀμετανόητους).
Ὅταν αὐτοὶ μὲ πλησίασαν, ὁ νεαρὸς ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια της καὶ ἄρχισε νὰ τὴν παρακαλῆ ἐντονώτερα καὶ νὰ ὀδύρεται καὶ νὰ τῆς ζητῆ κάτι. Ἐκείνη κάτι τοῦ ἀπάντησε, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ καταλάβω τί. (Σημείωσις: Εἶχα τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπὸ ἄλλες πηγὲς νὰ γνωρίσω πῶς καὶ πόσο πικρὰ κλαίει ὁ Ἅγιος Ἄγγελος φύλακας, ὅταν αὐτὸς ποὺ τοῦ δόθηκε γιὰ φύλαξι δὲν ὑπακούει στὴν ἁγία Ἐκκλησία καὶ στὴν ἁγία πίστι χάνοντας τὴν ψυχή του γιὰ πάντα). Ὅταν αὐτοὶ μὲ πλησίασαν, ἤθελα νὰ τὴν ρωτήσω: «Ποῦ βρίσκομαι;». Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἡ γυναίκα αὐτὴ ἐσταύρωσε τὰ χέρια στὸ στῆθος, ὕψωσε τὰ μάτια πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Κύριε, ποῦ θὰ πάη αὐτὴ ἔτσι;». Ἐγὼ τότε ἔτρεμα καὶ μόλις τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει, ὅτι ἡ ψυχὴ μου βρισκόταν στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ σῶμα μου ἔμεινε στὴν γῆ. Τότε ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ νὰ ὀδύρομαι καὶ ἀκούω φωνὴ ποὺ λέει: «ἐπιστρέψτε την στὴν γῆ γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες τοῦ πατέρα της». Ἄλλη φωνὴ ἀπάντησε: «βαρέθηκα τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ διεφθαρμένη ζωή της. Ἐγὼ ἤθελα νὰ τὴν ἐξαφανίσω ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς χωρὶς μετάνοια, ἀλλὰ μὲ παρακάλεσε γι᾿ αὐτὴν ὁ πατέρας της. Δεῖξτε της τὸ μέρος γιὰ τὸ ὁποῖο ἄξιζε».
Ἀμέσως βρέθηκα στὸν Ἅδη. Τότε ἄρχισαν νὰ ἕρπουν μέχρι ἐμένα φοβερὰ πυρακτωμένα φίδια μὲ μακριὲς γλῶσσες ποὺ ξερνοῦσαν φωτιὰ καὶ ἄλλες ἀποκρουστικὲς βρωμιές. Ἡ βρῶμα ἦταν ἀβάσταχτη. Αὐτὰ τὰ φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ κάπου παρουσιάσθηκαν σκουλήκια χοντρὰ ἴσαμε τὸ δάχτυλο μὲ οὐρὲς ποὺ κατέληγαν σὲ βελόνες καὶ ἄγγιστρα. Αὐτὰ ἔμπαιναν σὲ ὅλα τὰ ἀνοικτά μου μέρη, στὰ αὐτιά, στὰ μάτια, στὴν μύτη κ.λπ. καὶ ἔτσι μὲ βασάνιζαν καὶ ἐγὼ ἐκραύγαζα ὄχι μὲ τὴν φωνή μου. Ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ πουθενὰ οὔτε βοήθεια, οὔτε ἔλεος ἀπὸ κανέναν. Ἐκεῖ εἶδα πὼς παρουσιάσθηκε ἡ γυναίκα ποὺ πέθανε ἀπὸ ἄμβλωσι καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν Κύριο γιὰ ἔλεος. Αὐτὸς τῆς ἀπάντησε: «Ἐσὺ στὴν γῆ δὲν μὲ ἀναγνώριζες, σκότωνες τὰ παιδιὰ στὴν κοιλιά σου καὶ ἐπὶ πλέον ἔλεγες στοὺς ἀνθρώπους: Δὲν πρέπει νὰ γεννᾶτε παιδιά, τὰ παιδιὰ εἶναι περιττά. Σὲ μένα δὲν ὑπάρχουν, δὲν ὑπάρχουν περιττά. Σὲ μένα ὑπάρχουν τὰ πάντα καὶ γιὰ ὅλους ἀρκετά». Σὲ μένα ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ σοῦ ἔδωσα τὴν ἀρρώστια γιὰ νὰ μετανοήσης, ἀλλὰ σὺ μὲ ἔβριζες ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς καὶ δὲν μὲ ἀναγνώριζες καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν σὲ ἀναγνωρίζω. Ὅπως στὴν γῆ ἔζησες χωρὶς Θεό, ἔτσι καὶ ἐδῶ θὰ ζήσης!».
Ξαφνικὰ ὅλα μεταστράφηκαν καὶ ἐγὼ κάπου ἐπέταξα. Ἡ βρόμα χάθηκε, χάθηκε καὶ ὁ δυνατὸς ὀδυρμὸς καὶ ἐγὼ ξαφνικὰ εἶδα τὴν ἐκκλησία μου ποὺ ἐνέπαιζα. Ἄνοιξε ἡ πύλη καὶ ἀπὸ αὐτὴν βγῆκε ὁ ἱερέας ντυμένος στὰ ἄσπρα. Αὐτὸς στεκόταν μὲ σκυμένο τὸ κεφάλι καὶ κάποια φωνὴ μὲ ἐρωτᾶ: «Ποιὸς εἶναι αὐτός;». Ἐγὼ ἀπάντησα: «Ὁ ἱερέας μας». Ἐσὺ ἔλεγες ὅτι εἶναι χαραμοφάης, αὐτὸς δὲν εἶναι χαραμοφάης, ἀλλὰ πραγματικὸς ποιμένας· δὲν εἶναι μισθοφόρος. Γνώριζε πὼς ἂν καὶ εἶναι κατὰ τὸν βαθμὸ μικρός, συνηθισμένος ἱερέας, ὑπηρετεῖ ἐμένα· μάθε ἀκόμη καὶ τοῦτο: Ἂν δὲν σοῦ διάβαση αὐτὸς τὴν εὐχὴ τῆς ἔξομολογησεως, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ συγχωρήσω. Τότε ἄρχισα νὰ παρακαλῶ: «Κύριε, γύρισέ με στὴν γῆ, ἔχω ἕνα μικρὸ γυιό». Ὁ Κύριος εἶπε: «Ξέρω ὅτι ἔχεις μικρὸ γυιό, εἶναι κρίμα γι᾿ αὐτόν». «Κρίμα», ἀπάντησα ἐγώ. Τότε ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ σᾶς λυποῦμαι ὅλους καὶ τρεῖς φορὲς σᾶς λυποῦμαι. Ὅλους σᾶς περιμένω πότε θὰ ξυπνήσετε ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸ ὄνειρο, νὰ μετανοήσετε καὶ νὰ ἔλθετε στὸν ἑαυτό σας».
Ἐδῶ τώρα ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος ποὺ ἐνωρίτερα τὴν ἀποκαλοῦσα γυναίκα καὶ πῆρα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Ὑπάρχει ἐδῶ σὲ ἐσᾶς παράδεισος;». Ἀντὶ γιὰ ἀπάντησι μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις, ξαναβρέθηκα στὴν κόλασι, στὸν Ἅδη. Τώρα ἦταν χειρότερα ἀπὸ ὅ,τι τὴν προηγούμενη φορά. Ἔτρεξαν ὁλόγυρά μου οἱ δαίμονες μὲ καταλόγους καὶ μοῦ ἔδειχναν τὰ ἁμαρτήματά μου καὶ ἐφώναζαν: «Ἐσὺ μᾶς ὑπηρέτησες ὅταν ἤσουν στὴν γῆ». Ἄρχισαν νὰ διαβάζουν τὰ ἁμαρτήματά μου· ὅλα τὰ ἔργα μου ποὺ ἦταν γραμμένα μὲ μεγάλα γράμματα καὶ ἔννοιωσα φοβερὸ φόβο. Ἀπὸ τὰ στόματά τους ἔβγαινε φωτιά. Οἱ δαίμονες μὲ κτυποῦσαν στὸ κεφάλι. Πάνω μου ἔπεφταν καὶ κολλοῦσαν πυρακτωμένες σπίθες ἀπὸ φωτιὰ καὶ μὲ ἔκαιγαν. Γύρω μου ἀκούονταν φοβερὸς θρῆνος καὶ κοπετὸς πολλῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν τὸ πῦρ ἐδυνάμωνε ἔβλεπα τὰ πάντα γύρω μου. Οἱ ψυχὲς εἶχαν φοβερὴ ὄψι· ἦταν σακατεμένες μὲ τεντωμένους λαιμοὺς καὶ πρισμένα μάτια· μοῦ ἔλεγαν ὅτι «εἶσαι συντρόφισσα (φαίνεται ὅτι ἦταν κομμουνίστριες) καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένη νὰ ζήσης μαζί μας. Ὅπως ἐσὺ ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν εἴμασταν στὴν γῆ, δὲν ἀναγνωρίζαμε τὸν Θεό, τὸν βρίζαμε καὶ κάναμε κάθε κακό, τὴν πορνεία, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἄλλα καὶ ποτὲ δὲν μετανοήσαμε. Ὅσοι ἁμάρτησαν, ἀλλὰ μετανόησαν, πήγαιναν στὴν ἐκκλησία, προσεύχονταν στὸν Θεό, ἐλεοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ βοηθοῦσαν ὅσους βρίσκονταν σὲ ἀνάγκη καὶ κακοτυχία, αὐτοὶ ἐκεῖ πάνω». (Σημείωσις: δηλαδὴ στὸν παράδεισο, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ μνημονεύσουν).
Ἔγὼ φοβήθηκα φοβερὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, μοῦ φαινόταν ὅτι ἤδη βρισκόμουνα ἐδῶ στὸν Ἅδη ὁλόκληρη ζωὴ καὶ αὐτοὶ μοῦ λένε ὅτι θὰ ζήσω μαζί τους αἰώνια.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Θεοτόκος Μαρία καὶ ἔγινε φῶς, οἱ δαίμονες τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ ἐβασανίζοντο στὴν κόλασι, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ τὴν ἱκετεύουν γιὰ ἔλεος: «Οὐράνια Βασίλισσα, μὴ μᾶς ἀφήνης ἐδῶ» ἢ φώναζαν· «Καιγόμαστε Κυρία Θεοτόκε καὶ δὲν ὑπάρχει σταγόνα νερό». Ἐκείνη ἔκλαιγε καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κλάμμα ἔλεγε: «Ὅσο ζούσατε στὴν γῆ, δὲν μὲ ἀναγνωρίζατε καὶ δὲν μετανοούσατε γιὰ τὶς ἁμαρτίες στὸν Υἱό μου καὶ Θεό σας καὶ ἐγὼ τώρα δὲν μπορῶ νὰ σᾶς βοηθήσω, δὲν μπορῶ νὰ παραβῶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Υἱοῦ μου καὶ ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Πατέρα Του. Βοηθῶ μόνο αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους παρακαλοῦσαν οἱ συγγενεῖς καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους προσεύχεται ἡ Ἁγία Ἐκκλησία». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐμεῖς ἀρχίσαμε νὰ ὑψωνόμαστε καὶ ἀπὸ κάτω ἀναδίδονταν δυνατὲς κραυγὲς φωνῶν: «Κυρία Θεοτόκε, μή μας ἀφήνης».
Ξανὰ ὑπῆρχε σκοτάδι καὶ ἐγὼ βρέθηκα στὴν ἴδια πλάκα. Σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος ἡ Θεοτόκος ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται λέγοντας: «Τί νὰ κάνω μὲ αὐτήν, ποῦ νὰ τὴν βάλω;». Μιὰ φωνὴ ἀπάντησε: «Ἄφησέ της ἀπὸ τὰ μαλλιά». Τότε ἡ Θεοτόκος ἔφυγε ἥσυχα, ἡ πόρτα της μισάνοιξε ἔτσι ποὺ πίσω ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἔβλεπα τίποτε. Κατόπιν ἐπέστρεψε κρατώντας τὰ μαλλιά μου στὰ χέρια της καὶ ἀπὸ κάπου ἐμφανίσθηκαν δώδεκα ἅμαξες χωρὶς τροχούς· ἐκινοῦντο σιγὰ καὶ ἐγὼ τὶς ἀκολουθοῦσα. Ἡ Θεοτόκος μοῦ ἔδωσε τὰ μαλλιά, ἀλλὰ δὲν ἀντιλήφθηκα ἐγὼ ὅτι μὲ ἄγγιξε. Ἄκουσα μόνο, ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δωδέκατη ἅμαξα δὲν ἔχει πάτο. Φοβόμουν νὰ καθίσω σ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ ἡ Θεοτόκος μὲ ἔσπρωξε στὴν γῆ ἀπὸ αὐτήν.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐγὼ συνῆλθα καὶ ἐνσυνείδητα καθόμουν καὶ ἐκοίταζα. Ἦταν μιάμισυ ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα. Μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ εἶδα ἐκεῖ, ὅλα στὴν γῆ μοῦ ἔφαινοντο ἄσχημα καὶ δὲν μοῦ ἄρεσε ποὺ ἤμουν στὴν γῆ, ἀλλὰ τί νὰ κάνω. Τώρα, εἶπα μόνη μου στὴν ψυχή μου: «Πήγαινε στὸ σῶμα». Τότε βρέθηκα πάλι στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἐπήγαμε στὸ ψυγεῖο ποὺ ἐφύλαγαν τὰ πτώματα. Αὐτὸ ἦταν κλειστό, ἀλλὰ ἐγὼ μπῆκα μέσα, χωρὶς ἐμπόδιο καὶ εἶδα τὸ νεκρό μου σῶμα. Τὸ κεφάλι μου ἦταν γυρισμένο λίγο πρὸς τὰ πλάγια, ἐνῶ ἡ μέση μου πιεζόταν ἀπὸ ἄλλους νεκρούς. Μόλις ἡ ψυχὴ μου μπῆκε στὸ σῶμα, ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἰσχυρὸ ψύχος. Κάπως ἀπελευθέρωσα τὴν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καὶ ἕσφιξα τὰ γόνατα μὲ τὰ χέρια. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἔβαλαν μέσα τὸ νεκρὸ σῶμα κάποιου ἄνθρωπου καὶ ὅταν ἄναψαν τὸ φῶς, μὲ εἶδαν σκυμμένη, ἐνῶ ἐκεῖνοι συνήθως βάζουν ὅλους τους νεκροὺς μὲ τὸ πρόσωπο πρὸς τὰ πάνω. Βλέποντάς με ἔτσι οἱ νοσοκόμοι φοβήθηκαν καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τους σκορπίσθηκαν. Ἐπέστρεψαν μὲ δυὸ γιατρούς, ποὺ ἀμέσως διέταξαν νὰ ζεσταθῆ τὸ μυαλό μου μὲ λάμπες. Στὸ σῶμα μου ὑπῆρχαν ὀκτὼ τομὲς (μάθαιναν πάνω σ᾿ αὐτό) τρεῖς στὸ στῆθος καὶ οἱ ὑπόλοιπες στὴν κοιλιά. Δυὸ ὧρες μετὰ τὸ ζέσταμα τοῦ κεφαλιοῦ, ἄνοιξα τὰ μάτια καὶ μόλις μετὰ ἀπὸ δώδεκα ἡμέρες ἐμίλησα.
Τὸ πρωὶ μοῦ ἔφεραν πρωινό, τηγανίτες μὲ βούτυρο καὶ καφὲ (ἦταν ἡμέρα νηστείας), ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ φάω καὶ τοὺς εἶπα ὅτι δὲν θὰ φάω. Οἱ νοσοκόμοι ἔφυγαν πάλι καὶ ὅλοι στὸ νοσοκομεῖο ἄρχισαν νὰ μὲ προσέχουν. Ἦλθαν οἱ γιατροὶ καὶ μὲ ρώτησαν γιατί δὲν θέλω νὰ φάω. Τοὺς ἀπάντησα: «Καθίστε καὶ θὰ σᾶς διηγηθῶ τί εἶδε ἡ ψυχὴ μου. Ὅποιος δὲν νηστεύει τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας, αὐτὸς θὰ φάγη βρωμερὰ καὶ σιχαμερὰ πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ φάω σήμερα, ὅπως καὶ σ᾿ ὅλες τὶς νηστεῖες δὲν θὰ ἀρτυθῶ». Οἱ γιατροὶ ἀπὸ τὴν ἔκπληξι, τὴν μία κοκκίνιζαν, τὴν ἄλλη κιτρίνιζαν καὶ οἱ ἀσθενεῖς μὲ ἄκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοὶ γιατροὶ καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι τίποτε πλέον δὲν μὲ πονάει. Τότε ἄρχισε νὰ ἔρχεται σὲ μένα κόσμος καὶ μάλιστα πολὺς καὶ ἐγὼ σὲ ὅλους διηγόμουν καὶ ἔδειχνα τὶς πληγές. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε νὰ διώχνη τὸν κόσμο καὶ μένα μὲ μετέφεραν σὲ ἄλλο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἀνάρρωσα τελείως καὶ παρεκάλεσα τοὺς γιατροὺς νὰ μοῦ γιατρέψουν, ὅσο τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερα τὶς τομές, ποὺ μοῦ ἔκαναν μαθαίνοντας ἐπάνω μου. Τότε μὲ ἔβαλαν πάλι στὸ χειρουργικὸ τραπέζι καί, ὅταν οἱ γιατροὶ ἄνοιξαν τὴν κοιλιά, μοῦ εἶπαν: «Γιατί χειρούργησαν τελείως ὑγιῆ ἄνθρωπο;». Ἐγὼ τότε τοὺς ἐρώτησα: «Ποιὰ εἶναι ἡ ἀρρώστια μου;». Αὐτοὶ μοῦ ἀπάντησαν: «Τὰ ἐντόσθιά σας εἶναι ὑγιῆ καὶ καθαρά, ὅπως τοῦ παιδιοῦ». Τοὺς εἶπα ὅτι τὰ μάτια μου ἦταν δεμένα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐγχείρησης, ἀλλ᾿ ὅτι, παρ᾿ ὅλα αὐτά, εἶδα τὸ ἐσωτερικό μου στὸν καθρέπτη τοῦ νταβανιοῦ. Ἦλθαν καὶ οἱ γιατροὶ ποὺ ἔκαναν τὴν ἐγχείρησι καί, ὅταν πλησίασαν, εἶπαν: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀρρώστειά της; Τὰ ἐντόσθιά της ἦταν ὅλα διαλυμένα καὶ προσβεβλημένα ἀπὸ τὸν καρκίνο καὶ τώρα εἶναι τελείως ὑγιῆ». Τοὺς ἀπάντησα: «Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς φανέρωσε τὸ ἔλεός του ἐπάνω σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλή, γιὰ νὰ ζήσω ἀκόμη καὶ μαρτυρήσω στοὺς ἄλλους ὅ,τι εἶδα καὶ ὅ,τι μοῦ συνέβη. Ἐκεῖνος ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐπῆρε ὅ,τι κατεστραμμένο ἦταν μέσα μου καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε ὑγιῆ· σὲ ὅλους θὰ τὸ διηγοῦμαι, ὥσπου νὰ πεθάνω». Κατόπιν εἶπα στὸν γιατρό: «Βλέπεις πῶς γελαστήκατε;». Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι: «τίποτε δὲν ἦταν ὑγιὲς μέσα σου». «Τί νομίζετε τώρα;» τὸν ἐρώτησα ἐγώ. Ἀπάντησε: «Σὲ ἀναγέννησε ὁ Ὑπέρτατος». Τότε τοῦ ἀπάντησα: «Ἂν πιστεύετε σ᾿ Αὐτόν, κάντε τὸν σταυρόν σας καὶ παντρευθῆτε στὴν ἐκκλησία». Ὁ γιατρὸς κοκκίνησε γιατὶ ἦταν ἑβραῖος. Πρόσθεσα ἀκόμη: «Γίνου ἀρεστὸς στὸν Κύριο καὶ Θεό».
Κατόπιν ἄφησα τὸ νοσοκομεῖο, κάλεσα τὸν ἱερέα ποὺ ἐνωρίτερα ἐνέπαιζα καὶ τοῦ ἔκανα ἐπιθέσεις, ἀποκαλώντας τον χαραμοφάη. Τοῦ διηγήθηκα ὅλα, ὅσα μοῦ συνέβησαν, ἐξωμολογήθηκα καὶ μετέλαβα τῶν Ἁγίων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Τὸν κάλεσα καὶ εὐλόγησε τὸ σπίτι μου, γιατὶ ὡς τώρα σ᾿ αὐτὸ βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ μικρότητα, τὸ μεθύσι, ὁ ἐμπαιγμὸς καὶ ἡ μάχη.
Τώρα ἐγὼ ἡ ἁμαρτωλὴ Κλαυδία ποὺ εἶμαι 40 χρονῶν, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Οὐρανίας Βασίλισσας, ζῶ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικὰ στὴν ἐκκλησία, στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Κύριος μὲ βοηθεῖ. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς τοῦ κόσμου μὲ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι καὶ ἐγὼ διηγοῦμαι σὲ ὅλους ὅσα μοῦ συνέβησαν, εἶδα καὶ ἄκουσα. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τοὺς δέχομαι ὅλους, διηγοῦμαι σὲ ὅλους τί ἤμουν πρίν, τί μου συνέβη τώρα καὶ γιὰ ποιὸ λόγο εἶμαι τώρα πιστή.
Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός μας! Ὅλους τοὺς συμβουλεύω νὰ προσέχουν πῶς ζοῦν, γιατὶ πράγματι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος καὶ ἄλλη ζωὴ καὶ ὅτι ὁ καθένας θὰ δώσῃ λόγο γιὰ τὰ γήινα ἔργα του καὶ ὅτι ἀνάλογα μὲ αὐτὰ θὰ ἔχη πλήρως δίκαια ἀνταμοιβὴ ἢ τιμωρία καὶ μάλιστα αἰώνια.
Νὰ ζῆτε ὅλοι χριστιανικὰ καὶ κατὰ Θεόν. Ἀμήν.
Μεγάλη ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ Σαρανταλείτουργα
Τὸ ἀξιοπρόσεκτο γεγονὸς ποὺ ἀκολουθεῖ σὲ ἐλαφρὰ διασκευὴ τῆς γλώσσης τὸ ἀναφέρει ὁ διακριτικότατος ἀσκητὴς Δανιὴλ Κατουνακιώτης σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην. Ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς:
Ἕνας γνωστός του καὶ ἐνάρετος οἰκογενιάρχης ἀπὸ τὴν Σμύρνη, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριο, ἀφοῦ κατάλαβε τὸ τέλος του κάλεσε τὸν υἱόν του Γεώργιο, ὁ μόνος εὐσεβῆς, διότι τὰ ἄλλα τρία του παιδιὰ καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦσαν μὲ κοσμικότητα, καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε ὅσα ἀκολουθοῦν, καὶ τὰ ὁποῖα ὁ υἱός του ὁ πιστὸς φανέρωσε εἰς τὸν π. Δανιήλ.
Ἀφοῦ ὁ πατέρας μου ἔφθασε εἰς τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἐγνώρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐκάλεσε ἕνα σεβάσμιο ἱερέα, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριον, ἄνθρωπον πολὺ ἁπλὸν καὶ ἐνάρετον, εἰς τὸν ὁποῖον μὲ πολλὴ εὐλάβεια εἶπε· «ἐγὼ πνευματικέ μου πάτερ, σήμερα πεθαίνω, καὶ παρακαλῶ ὁδήγησέ με σὲ αὐτὴν τὴν κρίσιμη στιγμὴ τί ὀφείλω νὰ πράξω;» ὁ δὲ ἱερεὺς γνωρίζοντας τὴν θεάρεστον ζωὴν τοῦ πατέρα μου καὶ ὅτι ἦταν σὲ ὅλα ἕτοιμος, διότι εἶχαν προηγηθῆ τὰ πραγματικὰ ἐφόδια, δηλαδὴ ἐξομολόγησις, εὐχέλαιο, συχνὲς ἱερὲς μεταλήψεις, ἐπειδὴ ἕνεκα ποὺ διετέλεσε πολλὲς ἡμέρες ἄρρωστος μεταλάμβανε συνεχῶς ἀπὸ τὰ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑπέδειξε ἕνα ἀκόμη νὰ κάμη· «ἐὰν ἦταν εὔκολο νὰ δώσης ἐντολὴ νὰ σοῦ κάμουν μετὰ τὸν Θάνατό σου ἕνα τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομά σου, τὸ ὁποῖο νὰ ἐκτέλεση κάποιος ἱερεὺς μακρὰν τῆς πόλεως» ἐγὼ δὲ ἂν καὶ ἄπορος ἔδωσα ὕποσχεσι, ὅτι μὲ πολὺ προθυμία θὰ ἐκτελέσω αὐτό, ἀρκεῖ μόνον νὰ λάβω τὴν εὐχή του, τὴν ὁποία καὶ ἐπῆρα.
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε καὶ εὐχαριστηθεὶς ὁ πατέρας μου μὲ προσκάλεσε μὲ πολλὴ συγκίνησι καὶ δάκρυα, καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ τὸν κάμω μετὰ τὸν θάνατό του ἕνα 40λείτουργον.
Μετὰ ἀπὸ διάστημα δυὸ ὡρῶν ἀπέθανε ὁ ἀείμνηστος πατέρας μου καὶ ἀμέσως προσκάλεσα τὸν ἱερέα Δημήτριον, χωρὶς νὰ γνωρίζω ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ὑποβάλλει τὸ ζήτημα τοῦ 40λείτουργου εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ λέγω εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου μοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κάμω ἕνα τακτικὸ 40λείτουργο ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐπειδὴ ἡ αἰδεσιμότης σου ἡσυχάζεις εἰς τὸν ἔξω τῆς πόλεως ναΐσκο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ νὰ λάβῃς τὸν κόπον καὶ νὰ φροντίσης τὴν ἐκτέλεσι αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸν κόπον σου καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὰ ἔξοδα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Ὁ ἱερεὺς ὅταν ἄκουσε αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, ἔχω δώσει σήμερα στὸν πατέρα σου τὴν γνώμη αὐτή, καὶ ὀφείλω ὅσο ζῶ νὰ τὸν μνημονεύω πάντοτε.
Ἐγὼ δὲ γνωρίσας τὴν πολλὴ εὐλάβεια τοῦ ἱερέως καὶ τὴν ἐκτίμησι τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν πατέρα μου ἐπέμενα παρακαλώντας καὶ ἔτσι τὸν ἔπεισα νὰ δεχθῇ τὴν πρότασί μου, καὶ ἐπῆγε στὸ σπίτι του, πρὸς τὴν πρεσβυτέρα καὶ τὶς κόρες του καὶ λέγει πρὸς αὐτὲς «ἐγὼ ἐπειδὴ θὰ κάνω τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομα τοῦ καλοῦ ἐκείνου εὐεργέτου μου Δημητρίου, δι᾿ αὐτὸ ἐπὶ 40 ἡμέρες νὰ μὴ μὲ περιμένετε ἐδῶ, διότι θὰ ἡσυχάζω συνέχεια εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, γιὰ νὰ ἐξακολουθῶ τακτικώτατα τὸ 40λείτουργο», καὶ ἔτσι ἐπῆγε καὶ ἄρχισε μὲ εὐλάβεια καὶ προθυμία τὸ 40λείτουργον. Ἔγιναν 39 Θεῖες Λειτουργίες καλῶς, τὴν παραμονὴ δὲ τῆς τελευταίας, Σάββατο βράδυ, ξαφνικὰ παρουσιάστηκε σφοδρὸς πονόδοντος στὸν ἱερέα καὶ ἀναγκάστηκε τὴν νύκτα νὰ ἔλθη μὲ πόνους στὸ σπίτι του, καὶ προσκάλεσε ἡ πρεσβυτέρα τὸν κουρέα καὶ τοῦ ἔβγαλε τὸ σάπιο δόντι καὶ ἔτσι ἔγλυτωσε ἀπὸ τοὺς πόνους. Λόγω ὅμως ποὺ ἔτρεχε αἷμα ἀπεφάσισε νὰ συμπλήρωση τὴν τελευταία Θεία Λειτουργία τὴν ἑπομένη.
Ὁ Γεώργιος ὅμως μὴ γνωρίζοντας τὴν πάθησι τοῦ ἱερέως τὴν παραμονὴν ἐκείνη ἑτοίμασε, μὲ δάνειο, τὸ ὀφειλόμενον ποσόν, γιὰ τὸν κόπον τοῦ ἱερέως μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἐπιδώση τὴν ἑπομένη. Κατὰ τὰ μεσάνυκτα ὅμως ἐκείνου τοῦ Σαββάτου, ἐσηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ. Προσευχόμενος δὲ μὲ πολλὴ κατάνυξι καὶ ἀφοῦ κουράστηκα ἐκάθησα στὸ κρεββάτι καὶ ἄρχισα νὰ ἐνθυμοῦμαι τὶς ἀρετὲς τοῦ πατέρα μου καὶ τὶς παρεκτροπὲς καὶ παιδικές μου παρακοὲς ποὺ εἶχα κάνει κατὰ καιρούς, καὶ συνάμα ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου, ἄραγε ὠφελεῖ τὸ 40λείτουργον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου ἢ χάριν μικρῆς ἀνακουφίσεως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ἔχει συστήσει; Αὐτὰ σκεπτόμενος μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα, καὶ ἐκζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μοῦ φάνηκε ὅτι κοιμήθηκα λίγο, καὶ ἀμέσως βρέθηκα σὲ μιὰ πεδιάδα ὡραιότατη, τῆς ὁποίας ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ἀπερίγραπτος, μὴ ἔχουσα σύγκρισι μὲ τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου. Ἐνῶ εὑρισκόμουν ἐκεῖ μοῦ ἐπῆλθε φόβος πολύς, ποὺ ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν συνείδησί μου, ἐπειδὴ ἐγνώρισα τὸν ἑαυτό μου ἀκατάλληλον διὰ τὴν ἐκεῖ ἀπόλαυσι. Καὶ ἐνῶ διατελοῦσα κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀμηχανία, μὲ ἦλθε θάρρος καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου, μιὰ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἠθέλησε νὰ μὲ φέρη ἐδῶ ἴσως ἡ ἀγαθότητά Του μὲ ἐλεήση καὶ στὴν συνέχεια μετανοήσω, διότι ὅπως βλέπω εὑρίσκομαι μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μου.
Αὐτὰ συζητώντας μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ παρηγορηθείς, εἶδα μικρὸ φῶς διαυγέστατο, καὶ ἀφοῦ ἐπῆγα πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἶδα μὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξι τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη ὡραιότητα τοῦ ἀπέραντου δάσους, ποὺ ἀπόπνεε ἄρρητη εὐωδία. Ὢ ποία μακαριότης ἀναμένει ἐκείνους ποῦ ζοῦν ἐνάρετα εἰς τὸν κόσμον;
Ἀναθεωρώντας δὲ μὲ μεγάλη ἔκπληξι καὶ χαρὰ τὴν ὑπερκόσμια ἐκείνη ὡραιότητα εἶδα ἕνα ὡραιότατο παλάτι... ὅταν δὲ πλησίασα κοντὰ βλέπω μὲ πολλὴ ἀγαλλίαση τὸν πατέρα μου Δημήτριον, λαμπροφόρο καὶ γεμάτον ὅλο φῶς, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο μπροστὰ σὲ ἐκείνη τὴν πόρτα τοῦ παλατιοῦ, καὶ ἀφοῦ μὲ ἀτένισε μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ τὴν γνωστή του ἐπιείκεια καὶ πραότητα, μοῦ εἶπε: «πῶς ἦλθες ἐδῶ παιδί μου;» ἐγὼ δὲ τὸν ἀπήντησα, «καὶ ἐγώ, πατέρα μου, ἀπορῶ, διότι ὅπως βλέπω δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ τὸν τόπο. Ἀλλὰ πές μου, πατέρα μου, πῶς εὑρίσκεσαι ἐδῶ καὶ σὲ ποιὸν ἀνήκει τὸ παλάτι αὐτό;». Ἐκεῖνος δὲ μὲ πολλὴ φαιδρότητα μοῦ εἶπε: «Ἡ ἄκρα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἀγαθότης διὰ πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχα, ὅπως εἶναι γνωστόν, μεγίστην εὐλάβειαν, μὲ ἠξίωσε νὰ καταταχθῶ εἰς τὸ μέρος αὐτό. Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ παλάτι ἤθελον εἴσελθη σήμερον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ οἰκοδόμος αὐτοῦ ἔβγαλε σήμερον τὸ δόντι του καὶ δὲν ἐτελείωσαν αἱ 40ντα ἡμέραι τῆς οἰκοδομῆς αὐτοῦ, δι᾿ αὐτὸ αὔριο θὰ εἰσέλθω».
Ὅταν εἶδα καὶ ἄκουσα αὐτὰ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ἐξύπνησα μὲ ἔκπληξι καὶ γεμάτος δάκρυα ἐθαύμαζα δι᾿ ὅλα ὅσα εἶδα. Ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα ἔμεινα ἄυπνος εὐχαριστῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Πανάγαθον Θεόν... Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἐπῆγα εἰς τὸν ἱερέα Δημήτριον καὶ τὸν εὑρῆκα νὰ κάθεται, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μὲ ἐδέχθηκε μὲ χαρὰ μοῦ εἶπε· «νὰ καὶ ἐγὼ πρὸ ὀλίγου ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν λειτουργία, τελειώσας εὐτυχῶς τὸ 40λείτουργον». Αὐτὸ δὲ εἶπε διὰ νὰ μὴ μὲ λυπήση, διότι ἐμποδίστηκε μία ἡμέρα ἡ λειτουργία, τὴν ὁποίαν βέβαια ἤθελε πρόσθεση τὴν ἑπομένη. Τότε ἐγὼ ἄρχισα νὰ διηγοῦμαι εἰς τὸν ἱερέα τὰ ὅσα εἶδα μὲ λεπτομέρεια καὶ πολλὴ συγκίνησι, καὶ ὅταν ἔφθασα εἰς τὴν ἐξαγωγὴ τοῦ δοντιοῦ καὶ ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τελειωθῆ ἡ οἰκοδομὴ καὶ θὰ εἰσέλθη ὁ πατέρας μου εἰς τὸ παλάτι, τότε ὁ ἱερεὺς κατεληφθεῖς ἀπὸ θαυμασμὸ ἐβόησε· «ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, εἶμαι ὁ οἰκοδόμος ἐκεῖνος»...
Αὐτὰ ὁ πατὴρ Δανιὴλ τὰ ἐβεβαίωσε καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα Δημήτριον τὸν ὁποῖον ἐπεσκέφθη, ὁ ὁποῖος π. Δημήτριος μὲ παρεκάλεσε ὅπως γράψω ἀκριβῶς τὴν ὠφελιμωτάτην αὐτὴν διήγησιν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χῶραν ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος.
Ὅρασις ὠφέλιμος Πέτρου Μοστράτου
Ὅτε ἦλθον εἰς Πάρον καὶ ἔγινα μοναχὸς καὶ κατόπιν Ἱερεὺς καὶ Πνευματικός, γράφει ὁ πατὴρ Φιλόθεος Ζερβᾶκος, μετέβαινα, μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Γέροντός μου Ἱεροθέου καὶ τὴν ἄδειαν τοῦ τότε Μητροπολίτου Παροναξίας κυροῦ Ἱεροθέου, εἰς τὰς πόλεις, κώμας καὶ χωρία τῶν νήσων Πάρου καὶ Νάξου καὶ ἐξωμολόγουν τοὺς πιστοὺς καὶ ἐκήρυττον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Κατὰ τὸ ἔτος 1917-1918 μεταβὰς εἰς τὴν χώραν Παροικίαν, φιλόχριστός τις, ὀνόματι Πέτρος Μοστρᾶτος, μὲ ἐκάλεσε εἰς τὸν οἶκον του καὶ ἀφοῦ ἐξομολογήθη αὐτὸς καὶ ἡ κυρία του μοὶ ἐδιηγήθη τὴν κατωτέρω κατανυκτικὴν ὅρασιν, τὴν ὁποίαν ἔγραψα διὰ νὰ δημοσιεύσω πρὸς ὠφέλειαν τῶν πιστῶν ἀναγνωστῶν χριστιανῶν. Εἶχον μοὶ εἶπε δυὸ τέκνα, ἕνα υἱὸν καὶ μίαν θυγατέραν. Ἐφρόντισα ὡς πατὴρ καὶ τὰ ἔμαθα γράμματα καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσαν τὸ Γυμνάσιον ἀπεφάσισα νὰ τὰ στείλω καὶ τὰ δυὸ νὰ σπουδάσουν εἰς Ἀθήνας εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Ἡ κόρη, καίτοι μικρότερα κατὰ δυὸ ἔτη, ὑπερτερεῖ κατὰ πολλὰ τὸν ἀδελφόν της εἰς τὰ γράμματα, εἰς τὴν ἐπιμέλειαν, εἰς τὴν ἀγάπην, εὐσέβειαν, πίστιν, σύνεσιν, φρόνησιν καὶ λοιπὰς ἀρετάς· ὅταν τῆς ἐπρότεινα νὰ ὑπάγη εἰς τὸ Πανεπιστήμιον μὲ τὸν ἀδελφόν της, μοὶ εἶπεν: «Πάτερ μου, πάντοτε εἰς ὅλα σοῦ ἔκανα ὑπακοή, εἰς αὐτὸ δὲν θὰ σοῦ κάμω. Μὲ ἀρκοῦν τὰ γράμματα ποὺ ἔμαθα». «Ἐγὼ θέλω κόρη μου, τῆς εἶπα, νὰ σὲ στείλω νὰ γίνης ἐπιστήμων». «Καὶ ἐγὼ πάτερ μου, μὲ ἀπήντησε, θεωρῶ ὅτι μεγαλύτερα ἐπιστήμη εἰς ἕνα κορίτσι δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τοῦ νὰ φυλάξῃ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἥτις λέγει: «Τίμα τὸν Πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα ἐν σοὶ γένηται», νὰ ἀγαπήση τοὺς γονεῖς της, νὰ τοὺς ὑπηρέτηση καὶ βοηθήση εἰς τὸ γῆρας των, ὅταν δὲν ἔχουν ἄλλο παιδὶ ὡς ὑμεῖς, οἱ ὁποῖοι τόσο ἐκοπιάσατε δι᾿ ἐμὲ καὶ ὅταν ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας, καὶ ὅταν ἤμην νήπιον καὶ κατόπιν μικρὸ κορίτσι καὶ μέχρι τώρα. Εἶναι ἀδύνατον νὰ σᾶς ἀφήσω καὶ μάλιστα τώρα ποὺ ἐγηράσατε».
Βλέπων τὴν ἐπιμονήν της, τὴν ἄφησα καὶ βλέπων τὴν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσιν, τὴν περιποίησιν καὶ τὴν φροντίδα ποὺ εἶχε καὶ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὴν μητέρα της ἐχαιρόμεθα καὶ ἐνομίζαμε ὅτι εἴμεθα εὐτυχεῖς καὶ θὰ εἴμεθα διὰ πάντα, καὶ πολλοὶ μᾶς ἐμακάριζον, ὅτι εἴχαμεν τοιαύτην χαριτωμένην κόρην, καὶ ἐλησμονήσαμεν ὅτι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία ἡ διαρκῆς δὲν εἶναι εἰς τὸν παρόντα πρόσκαιρον βίον, ἀλλ᾿ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.
Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ἠσθένησε σοβαρὰν ἀσθένειαν καὶ οἱ ἰατροὶ ἀπεφάνθησαν ὅτι θὰ ἀποθάνη. Ἡ χαρά μας μετεβλήθη εἰς λύπην ἄφατον. Εἰς τὴν ἀπελπισίαν μου κατέφυγον εἰς τὴν ταχινὴν βοήθειαν, εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ προστασίαν καὶ καταφυγὴν τῶν Χριστιανῶν, τὴν Εὐσπλαχνικωτάτην Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν Παναγίαν τὴν Μεγαλόχαριν Εὐαγγελίστριαν. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν ἰδιόκτητον Ναόν της, τὸν ὁποῖον εἶχον ἐκ κληρονομιᾶς τῶν γονέων μου, πλησίον τῆς οἰκίας μου καὶ προσπεσῶν ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος γονυπετής, τὴν παρεκάλουν μετὰ θερμῶν δακρύων νὰ σώσῃ τὴν κόρην μου ἐκ τοῦ θανάτου, ἢ νὰ πάρῃ τὸ ἀγόρι μου καὶ νὰ μοὶ ἀφήσῃ τὸ κορίτσι, ποὺ ἦτο τόσον καλόν. Ἡ Παναγία δὲν μὲ ἤκουσε καὶ ἀπέθανε τὸ θυγάτριόν μου. Ὅταν ἀπέθανε καὶ ἐγὼ καὶ ἡ σύζυγός μου εἴμεθα ἀπαρηγόρητοι, τίποτε ἄλλο δὲν ἐκάναμε, μόνον ἡμέραν καὶ νύκτα ἐθρηνούσαμε τὴν δυστυχίαν μας.
Ἐπὶ 15 ἡμέρας ἔμενα κλεισμένος μὲ τὴν σύζυγόν μου εἰς τὴν οἰκίαν μας διαρκῶς κλαίοντες καὶ ἀφοῦ συνεπληρώθησαν 15 ἡμέραι ἐπῆγα εἰς τὴν πλησίον τῆς οἰκίας μου Ἐκκλησίαν καὶ ἤναψα τὴν κανδήλαν τῆς Παναγίας καὶ ἐνθυμηθεὶς ὅτι τὴν παρεκάλουν νὰ σώση τὴν κόρην μου καὶ δὲν τὴν ἔσωσε ἔσβυσα τὴν κανδήλαν καὶ εἶπα πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ θυμόν. «Ἐπειδὴ δὲν μὲ ἤκουσες Παναγία καὶ ἐγὼ σοῦ σβύνω τὴν κανδήλαν» καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν οἶκον μου. Μόλις ἀνεκλήθην εἰς τὴν κλίνην μου ἦλθον δυὸ ἀστραπόμορφοι νέοι, μὲ παρέλαβον, μὲ ἐξήγαγον ἐκ τῆς οἰκίας καὶ ἐπεριπατούσαμεν εἰς μίαν πεδιάδα. Φοβηθεὶς τοῖς εἶπον ποῦ μὲ πηγαίνετε; Σὲ ὑπάγωμεν, μοὶ εἶπον, νὰ ἴδης τὴν κόρην σου. Ἡ κόρη μου τοῖς εἶπον εἶναι 15 ἡμέραι ποὺ ἀπέθανε, δὲν ὑπάρχει. Τότε μὲ ὑφὸς αὐστηρὸν μοὶ εἶπον «ἄπιστε, ἀκόμη δὲν πιστεύεις; ἐλθὲ νὰ τὴν ἰδῆς». Καὶ προχωρήσαντες ὀλίγον ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα κῆπον θαυμάσιον, ὁ ὁποῖος ὁμοίαζε μὲ τὸν Παράδεισον. Εἰς τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου ἦτο ἕνα μεγαλοπρεπέστατον ἀνάκτορον κτισμένον ἀπὸ χρυσὸν στίλβοντα. Μοὶ ἔδειξαν μίαν μεγάλην πύλην χρυσὴν καὶ μοὶ λέγουν «εἴσελθε ἀπὸ τὴν πύλην ταύτην εἰς τὸ ἀνάκτορον, ἐκεῖ θὰ ἴδης τὴν κόρην σου»σ.
Εἰσελθὼν διὰ τῆς πύλης βλέπω μίαν αἴθουσαν βασιλικὴν ἀπέραντον. Εἰς τὴν αἴθουσαν ἐκείνην ἦσαν μυριάδες παρθένων, αἱ ὁποῖαι ἐκάθηντο εἰς θρόνους χρυσοὺς καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἦσαν λαμπάδες. Τὰ πρόσωπα τῶν παρθένων ἐξήστραπτον ὑπὲρ τὸν ἥλιον, τὸ δὲ φῶς τῶν λαμπάδων καὶ ἐν γένει οἱ θρόνοι τῶν παρθένων, τὸ κάλλος τῆς αἰθούσης καὶ τοῦ ἀνακτόρου ἦτο ἀνερμήνευτον καὶ ἀκατανόητον. Παρατηρῶν τὰς παρθένους βλέπω τὴν κόρην μου εἰς θρόνον χρυσοῦν ἐξαστράπτουσαν τῷ κάλλει, ἀλλ᾿ αἱ λαμπάδες της ἦσαν ἐσβεσμέναι. Μόλις τὴν εἶδον τὴν ἀνεγνώρισα τρέχω μὲ χαρὰν νὰ τὴν ἐναγκαλισθῶ, νὰ τὴν φιλήσω, ἀλλὰ μόλις ἐπλησίασα ἠγέρθη τοῦ θρόνου καὶ μὲ ὄμμα αὐστηρὸν μὲ κοίταξε καὶ μοὶ λέγει! «φύγε ἀπὸ ἐδῶ· πῶς ἐτόλμησες καὶ ἦλθες καὶ ἐδῶ νὰ μὲ ἐνόχλησης;». Καὶ μὲ ἐξέβαλε τῆς αἰθούσης καὶ ἐκάθησε πάλιν εἰς τὸν θρόνον της. Ἐγὼ δὲ ἤρχισα νὰ παραπονοῦμαι καὶ νὰ τῆς λέγω. «Κόρη μου, διατί δὲν μὲ δέχεσαι; δὲν ἠξεύρεις πόσον σὲ ἠγάπων; Ἐγὼ παρεκάλουν τὴν Παναγίαν νὰ πεθάνη ὁ ἀδελφός σου διὰ νὰ ζήσης ἐσὺ νὰ σὲ ἔχω μαζί μου καὶ σὺ μὲ διώκεις;». «Παῦσε, μοὶ λέγει, νὰ λέγης ὅτι μὲ ἀγαπᾶς, διότι ἐὰν μὲ ἠγάπας ἔπρεπε νὰ ἔχαιρες εἰς τὴν εὐτυχίαν μου, εἰς τὴν δόξαν μου, εἰς τὴν τιμήν μου καὶ ὄχι νὰ λυπῆσαι. Ἔπρεπε νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν, ποὺ μὲ ἠξίωσαν τοιαύτης εὐτυχίας καὶ δόξης καὶ ὄχι νὰ γογγύζης». Τότε τῆς λέγω «κόρη μου, διατί τῶν ἄλλων παρθένων αἱ λαμπάδες εἶναι ἀνημμέναι, αἱ δὲ ἰδικαί σου εἶναι ἐσβησμέναι;». Μοὶ ἀπήντησε! «σὺ καὶ ἡ μητέρα μου μοῦ τὰς ἐσβύσατε μὲ τὰ δάκρυά σας, καὶ ἂν δὲν παύσετε νὰ κλαίετε, νὰ μὴ λέγετε ὅτι εἶμαι κόρη σας». Αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἐξύπνησα καὶ στοχαζόμενος ἐκεῖνα τὰ μεγαλεῖα τὰ ὁποῖα εἶδον καὶ τὴν δόξαν τῶν παρθένων καὶ τῆς κόρης μου καὶ τὸ κάλλος τὸ ἀμήχανον, ἔμεινα ἄρκετην ὥραν ἐκστατικὸς καὶ ἀφοῦ συνῆλθον διηγήθην εἰς τὴν σύζυγόν μου τὰ ὅσα εἶδον καὶ παρηγορήθη ἀρκετά. Ἐν τῷ μεταξὺ ἤρχισεν ἡμέρα καὶ τρέχω εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ προσπίπτων γονυκλινὴς ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας, μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ χαρᾶς ἐζήτουν συγχώρησιν. «Παναγία μου, παρηγορήτριά μου καὶ προστασία καὶ ἐμοῦ καὶ ὅλων τῶν Χριστιανῶν, συγχώρησόν μοι διὰ τὰ ἄσκοπα καὶ ἄπρεπα λόγια ποὺ σοῦ εἶπα. Ἡ πολλὴ θλίψις μοὶ ἐπροξένησε παραφροσύνην. Σὲ εὐχαριστῶ μυριάκις, σὲ εὐχαριστῶ καὶ θὰ σὲ εὐχαριστῶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου καὶ θὰ σοῦ ἀνάπτω τὸ κανδήλι ἡμέραν καὶ νύκτα».
Ἐπιστρέψας εἰς τὸν οἶκον μου ἐφόρεσα τὰ γιορτινά μου ροῦχα καὶ ἐξῆλθον εἰς τὴν ἀγορὰν περιπατῶν καὶ χαίρων εἰς τὴν κεντρικὴν ὁδὸν τῆς χώρας. Μόλις μὲ εἶδον οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχον νὰ μὲ συλλυπηθοῦν. Ἐγὼ δὲ τοὺς ἔλεγον δὲν δέχομαι συλλυπητήρια. Δέχομαι συγχαρητήρια. Μερικοὶ τῶν φίλων καὶ γνωστῶν ἤκουσα νὰ ψιθυρίζουν καὶ νὰ λέγουν, τί κρίμα: Ὁ μπάρμπα-Πέτρος τὰ ἔχασε ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην. Ἐγὼ τοὺς ἐπλησίασα καὶ τοὺς εἶπον· «ὄχι δὲν τὰ ἔχασα, πρὶν νὰ ἴδω τὴν κόρην μου τὰ εἶχα χάσει, ἀλλὰ τώρα ποὺ τὴν εἶδα, εἶδα ὅτι ζῆ καὶ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην δόξαν, τιμὴν καὶ εὐτυχίαν· εἶναι εἰς τὸν χορὸν τῶν παρθένων, ἔχω χαρὰν μεγάλην καὶ θεωρῶ ἑμαυτὸν εὐτυχῆ, ὅτι ἔχω κόρην νύμφην τοῦ Οὐρανίου Νυμφίου».
Ἀρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος
ἀπὸ τὸ ψυχωφελέστατο βιβλίο ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ τῶν ἐκδόσεων Ὀρθοδόξου Κυψέλης.
Προέλευση ἀρχικοῦ κειμένου: ἱστοχῶρος ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ