Ἡ διαπροσωπικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι σχέση ζωῆς, σχέση σωτηρίας. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἀπευθύνεται στὸ Θεὸ ὅπως στὸν πατέρα του. Νοιώθει οἰκειότητα. Γνωρίζει καλὰ τὰ λόγια Του «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. γ´ 2) καὶ ἀγωνίζεται νὰ τοῦ ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ εἰσέλθει Ἐκεῖνος, ὁ «πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθῆναι» (Α´ Τιμ. β´ 4). Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα του, νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀρετή, στὴν ὁλοκλήρωση, στὴ θέωση.
Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς θέλει νὰ νοιώθει τὸ Θεό μας, τὴν Παναγία μας, τοὺς Ἁγίους μας δικούς του, ἐντελῶς δικούς του. Ἔτσι οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες δὲ λείπουν ἀπὸ τὰ χείλη του, ὅταν ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτοὺς σὲ λύπες καὶ σὲ χαρές. Βοήθα, Χριστέ μου· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου· Πρόφθασε, Παναγία μου· Δεῖξε τὴ χάρη σου, Ἅγιέ μου. Αὐτὴ ἡ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεῖο ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν κτητικότητα χαρακτηρίζει ὅλες τὶς εὐσεβεῖς ὑπάρξεις, ἀνεξάρτητα φύλου, κοινωνικῆς καταστάσεως, παιδείας, ἡλικίας. Καὶ δὲν εἶναι φαινόμενο σημερινό. Παρατηρήθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα Χριστιανικὰ χρόνια καὶ δείχνει τὴν ἀγαπητικὴ σχέση, τὴ σχέση παιδιοῦ πρὸς πατέρα, παιδιοῦ πρὸς μάνα, ἀδελφοῦ πρὸς ἀδελφό. Ἐπίσης δείχνει τὴ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Θείου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ καταφυγὴ στὶς «τετελειωμένες ψυχές», στοὺς Ἁγίους μας, τοὺς ὁποίους ἐξευμενίζει καὶ στέκεται μὲ εὐγενικὴ διάθεση μπροστά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει ἀρωγοὺς στὰ καθημερινά του προβλήματα καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Οἱ Ἅγιοί μας εἶναι μέλη τῆς ζώσας Ἐκκλησίας μας, εἶναι μέλη τῆς Θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας τῶν οὐρανῶν. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας «παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Κάθε Ἅγιος εἶναι «ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν» (Ἰάκ. ε´ 17) ὅπως χαρακτηρίζει τὸν Προφήτη Ἠλία ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος καὶ ὡς ἄνθρωπος «τετελειωμένος»γνωρίζει τοὺς πόνους, τὶς ἀγωνίες, τὰ προβλήματα, τοὺς πειρασμούς, τὶς θλίψεις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὡς ἐκ τούτου μὲ τὴν παρρησία ποὺ ἔχει ἀποκτήσει πρὸς τὸ Θεὸ μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ σώματός του ἢ τῆς συνειδήσεώς του σπεύδει νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται, αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴν προστασία του.
Κάθε κοινωνία ἀνθρώπων, κάθε χωριὸ ἢ πόλη τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας μας ἔχει τὸν Ἅγιό της. Δὲν ὑπάρχει σημεῖο τῆς εὐλογημένης μας πατρίδος ποὺ νὰ μὴν ἔχει ποτισθεῖ ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως ἢ τοὺς ἱδρῶτες τῶν ἀσκητικῶν κατοθρωμάτων τῶν ὁσίων μας. Αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, ἄλλοι μικροὶ καὶ ἄλλοι μεγάλοι, ἀφοῦ «ἄλλη δόξα ἡλίου καὶ ἄλλη δόξα σελήνης καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξει» (Ἁ´ Κορ. ιε´ 41) ἀποτελοῦν τοὺς θεόκτιστους πύργους τῆς πίστεως, ποὺ στερεωμένοι πάνω στὸ ἀρραγέστατο θεμέλιο, τὸ Θεάνθρωπο Κύριο, πυργηρώνουν καὶ φυλάσσουν τοὺς φίλους Του εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν. Κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας ἔχει τὴ φήμη του στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πόσοι τὸν ἐπικαλοῦνται δείχνει καὶ τὴ δύναμη τῆς παρρησίας του πρὸς τὸν Κύριο καὶ τῶν πρεσβειῶν του πρὸς Αὐτόν. Ρώτησαν κάποτε ἕναν ὅσιο Γέροντα: «Πότε, Γέροντα θαυματουργοῦν οἱ Ἅγιοι»; Καὶ ἐκεῖνος μὲ πολλὴ φυσικότητα ἀπάντησε: «Μά, ὅταν τὸν ἐπικαλοῦνται πολὺ οἱ ἄνθρωποι»! Ἔτσι ἔχουμε μεγάλους Ἁγίους, αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐπικαλεῖται μεγάλο πλῆθος πιστῶν καὶ μικροὺς ἢ τοπικοὺς Ἁγίους, αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐπικαλοῦνται ὀλιγάριθμοι χριστιανοί.
Οἱ πιστοὶ τοῦ κάθε τόπου τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδος μας τιμοῦν ἰδιαίτερα μερικοὺς Ἁγίους ποὺ εἴτε γεννήθηκαν στὰ μέρη τους, εἴτε ἀσκήτευσαν ἢ μαρτύρησαν ἢ ἱεράτευσαν ἢ πέρασαν ἀπ᾿ αὐτά. Τιμοῦν ἐπίσης καὶ μερικοὺς Ἁγίους ποὺ ἔτυχε νὰ ἔχουν παλιὸ ναό τους στὴν περιοχή τους ἢ θαυματουργή τους εἰκόνα σ᾿ αὐτή. Αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους τοὺς ὀνομάζουν πολιούχους τοῦ τόπου ἢ πάτρωνες καὶ πανηγυρίζουν μὲ κάθε δυνατὴ μεγαλοπρέπεια τὴ μνήμη τους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὶς Ἀκολουθίες ποὺ ψάλλουμε αὐτῶν τῶν πολιούχων Ἁγίων κάθε τόπου οἱ πιστοὶ θέλουν νὰ ἀκούγεται καὶ τὸ ὄνομα τῆς εὐλογημένης τους πατρίδος καὶ καμαρώνουν γι᾿ αὐτὴ τὴν ἁγιοτόκο ἢ ἁγιοτρόφο ἢ ἁγιοφρούρητη, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ἐγκαύχησή τους αὐτὴ μεταβαίνει στὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀφοῦ «ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» (Β´ Κορ. ι´ 17). Σημερινὸς Μητροπολίτης μοῦ ζήτησε σύνταξη Ἀκολουθίας γιὰ τὴν προστάτιδα Ἁγία τῆς θεόσωστης ἐπαρχίας του, ἂν καὶ ὑπάρχει παλαιὰ γι᾿ αὐτὴν στὰ Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ νὰ ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ προστασία καὶ στὰ θαυμάσια ποὺ ἡ Ἁγία ἔχει ἐπιτελέσει σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπαρχία τονίζοντας ἐμφατικὰ τὸ ὄνομά της. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ πιστὸς θέλει ν᾿ ἀκούει τὸ ὄνομα τῆς πατρίδος του καὶ νὰ τὸ συσχετίζει μὲ τὴν προστασία τοῦ πολιούχου του Ἁγίου νοιώθοντάς τον δικό του, πνευματικό του κτῆμα, ἄνθρωπό του στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι γῆ καὶ οὐρανὸς νοιώθει ὅτι συναγάλλονται καὶ συνεορτάζουν τὴν ἐτήσια μνήμη του, τὴν ὁποία τιμᾶ μὲ λαμπρότητα καὶ εὐλάβεια.
Ὁ πολιοῦχος Ἅγιος εἶναι ὁ προστάτης Ἅγιος τοῦ τόπου, ὁ ταχινὸς ἰατρός του σὲ τυχὸν ἐπιδημίες καὶ σὲ ζοφερὲς ἀνίατες ἀσθένειες, ὁ φύλακάς του ἀπὸ ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς, ὁ φρουρός του ἀπὸ κάθε ἐχθρικὴ ἐπιδρομή, ὁ ἔφορός του στὶς ἀνάγκες καὶ ὀ ρύστης του ἀπὸ συμφορὲς καὶ κακώσεις. Μὲ τὴν παρουσία του αἰσθάνεται ἰδιαίτερη δύναμη καὶ μακαρίζει τὸν ἑαυτό του ποὺ ἔχει οἰκείους του, ὅπως νιώθει τοὺς Ἁγίους μας, στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα: «Μακάριος, ὃς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ» (Ἠσ. λα´ 9).
Ὁ πολιοῦχος Ἅγιος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τοῦ τόπου, ὁ προστάτης του, αὐτὸς ποὺ συγκινεῖ τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν πρὸς αἶνο καὶ δοξολογία τοῦ αἰώνιου Θεοῦ μας καὶ ὕμνο τῶν κατορθωμάτων του καθὼς καὶ τῆς παρρησίας του πρὸς τὸ φιλάνθρωπο Κύριο. Στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας ἡ τιμὴ τοῦ πολιούχου Ἁγίου παίρνει ἐπίσημες προεκτάσεις. Ἡ πολιτεία διερμηνεύουσα τὰ αἰσθήματα τῶν πιστῶν, ἀποφασίζει ἀργία τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του καὶ λαμπρὲς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ της. Ἡ Ἐκκλησία συγκαλεῖ ὅλους σὲ κοινὴ εὐωχία, στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ σὲ πάγκοινο ἁγιασμὸ μὲ τὴν προσκύνηση τῆς ἁγίας του εἰκόνας ἢ καὶ τῶν χαριτοβρύτων λειψάνων του, μὲ λιτανεία «ἀνὰ τὰς ρύμας καὶ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως» καὶ μὲ ἄλλες λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ κέντρο ἔχουν τὸν φερώνυμο τοῦ πολιούχου Ἁγίου Ναό.
Ὁ πολιοῦχος Ἅγιος τοῦ τόπου μπορεῖ νὰ εἶναι γόνος του, ὅπως ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ὁ Ἁγιος Ἀναστάσιος ὁ Ναυπλιεύς, ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καρπενησιώτης. Μπορεῖ νὰ μαρτύρησε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπως οἱ Ἅγιοι Τέσσαρες νεομάρτυρες στὸ Ρέθυμνο, οἱ Ἅγιοι Δημήτριος καὶ Παῦλος στὴν Τρίπολη, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος στὴν Πάτρα, ὁ νεομάρτυρας Γεώργιος στὰ Ἰωάννινα. Μπορεῖ νὰ ἦταν γέννημα τοῦ τόπου καὶ νὰ μαρτύρησε σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ Ἅγιος μυροβλύτης Δημήτριος στὴ Θεσσαλονίκη. Μπορεῖ νὰ ἀρχιεράτευσε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης στὴ Θήβα, ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος στὴ Λάρισα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στὴ Ζίχνη, ὁ Ἅγιος Πέτρος στὸ Ἄργος. Μπορεῖ νὰ ἀσκήτευσε στὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ νὰ σώζεται ἐκεῖ τὸ πάνσεπτο λειψανό του, ὅπως ὁ Ἅγιος Γεράσιμος στὴν Κεφαλονιὰ καὶ ὁ Ἅγιος Διονύσιος στὴ Ζάκυνθο. Μπορεῖ, ἂν καὶ ἔζησε ἀλλοῦ, νὰ θησαυρίζεται τὸ ἅγιο λειψανό του καὶ νὰ θαυματουργεῖ στὸ τόπο ἐκεῖνο, ὅπως ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας στὴν Κέρκυρα καὶ ἡ Ἁγία Αἰκατερίνα στὸ Σινᾶ. Μπορεῖ νὰ πέρασε καὶ νὰ ἔζησε κάποιο χρονικὸ διάστημα στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Κόρινθο καὶ στὴ Βέροια. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀρχαῖοι ναοὶ μὲ θαυματουργὲς εἰκόνες στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅπως τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Χαλκίδα, τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὴ Δράμα, τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στὴν Κατερίνη. Μπορεῖ νὰ ἔχουν θαυματουργήσει στὰ μέρη ἐκεῖνα οἱ Ἅγιοι σὲ δύσκολες στιγμὲς στὸ παρελθὸν καὶ νὰ τιμῶνται ἰδιαζόντως γι᾿ αὐτό, ὅπως ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος σὲ Πρέβεζα, τὸν Πύργο καὶ τὰ Φιλιατρὰ καὶ ἡ Παναγία μας στὸν Ὀρχομενὸ Λειβαδιᾶς. Μπορεῖ τέλος νὰ ὑπάρχουν χαριτόβρυτες εἰκόνες τῆς Παναγίας μας, ὅπως τῆς Ὑπαπαντῆς στὴν Καλαμάτα καὶ τῆς Φανερωμένης στὴ Λευκάδα.
Ποιὸς δὲν γνωρίζει τὸν πολιοῦχο Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο, ποὺ τρέχοντας μὲ τὸ ἄλογό του στὰ κάστρα τῆς πόλεως ἔδιωχνε τοὺς ἐχθρούς, ἢ ἔσωζε τὴν πόλη ἀπὸ τοὺς καταστρεπτικοὺς σεισμούς. Πῶς νὰ λησμονήσουμε τὸν πρόξενο τῆς ἐλευθερίας τῆς Χίου καὶ τῆς Καστοριᾶς, τὸν Ἅγιο Μηνᾶ; Πῶς νὰ μὴ συγκινηθοῦμε μὲ τὴ θύμηση τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ μας, τῆς Νικοποιοῦ Θεοτόκου, τῆς πολιούχου τῆς Κωνσταντιπουπόλεως, αὐτῆς ποὺ «ἐκ παντοίων κινδύνων» ἐλευθέρωσε τὴν Βασιλεύουσα;
Ἐπειδὴ οἱ πολιοῦχοι Ἅγιοι εἶναι ὁ συνδετικός μας κρίκος μὲ τὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, εἶναι «Πνεύματι θείῳ» οἱ μεταφορεῖς τῶν αἰτημάτων μας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνο καὶ πανευΐλατο Κύριο, τοὺς τιμᾶμε καὶ τοὺς μακαρίζουμε μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς καὶ ἐπιζητοῦντες τὴν ταχινὴ ἀρωγή τους καὶ μεσιτεία μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια τοὺς παρακαλοῦμε ψαλμικά:
Ἦχος β´. Οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ.Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ,φρουροὶ καὶ πολιοῦχοι ἡμῶν σεπτῆς παρίδος, πιστοὺς ἐχθροῦ μανίας καὶ πάσης βλάβης ῥύσασθε. |
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας