ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ

Α´

Ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βηθυνίας μὲ πρωτοβουλία τοῦ εὐσεβεστάτου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου τὸ 325 μ.Χ.

Ὁ τότε πατριάρχης ΚΠόλεως ἦταν ὁ Μητροφάνης, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο.

Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο συνῆλθε ἦταν ἡ κατάδική της Ἀρειανικῆς διδασκαλίας. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα ἑπομένως οὔτε Θεὸς ἀλλὰ τὸ πρῶτο μεταξὺ τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Σύνοδος ὁμολόγησε τὸ ὁμοούσιον Πατρὸς καὶ Υἱοῦ συνθέτοντας τὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως καὶ εἴκοσι κανόνες.

Β´

Ἡ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε ἐν ΚΠόλει ἐπὶ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου καὶ Πατριάρχου ΚΠόλεως Τιμοθέου ἐν ἔτει 381 μ.Χ.

Μὲ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ Ἐκκλησία διατύπωσε τὴν περὶ Υἱοῦ διδασκαλία τῆς ὁμολογώντας πίστη εἰς τὸν Τριαδικὸν Θεόν. Στὸ μεταξὺ τῶν δύο συνόδων διάστημα ἐμφανίστηκαν διδασκαλίες ὑποτιμῶσαι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ προέλευση αὐτῶν τῶν διδασκαλιῶν ἦταν σαφῶς Ἀρειανικῆ. Ὁ Ἄρειος ἀνεγνώριζε τὴν θεότητα τοῦ Πατρὸς θεωρώντας κτίσμα τὸν Υἱό, ὁ Εὐνόμιος, ὁπαδὸς τοῦ Ἀρείου προεκτείνοντας τὴν Ἀρειανὴ διδασκαλία, θεωροῦσε ὡς κτίσμα καὶ τὸ Πνεῦμα, δημιούργημα μάλιστα τοῦ Υἱοῦ.

Στὶς τάξεις τῶν Ἀρειανῶν ἐπεκράτησε σύγχιση καὶ διαίρεση. Ἔτσι διακρίνουμε τοὺς ἀκραίους εὐνομιανοὺς ἢ ἀνομίους οἱ ὁποῖοι πρέσβευαν ὅτι μεταξὺ τῶν θείων προσώπων δὲν ὑπάρχει τι κοινὸν ἀναγνωρίζοντας τὴν θεότητα μόνο εἰς τὸν Πατέρα. Τοὺς ὁμοιουσιανοὺς οἱ ὁποῖοι παράδερναν μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ Ἀρειανῶν μὴ πιστεύοντας εἰς τὴν θεότητα τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ στὴν κτιστή του φύση. Περὶ τοῦ Πνεύματος συμφωνοῦσαν μὲ τοὺς Ἀρειανούς. Οἱ σαβελλιανοὶ πίστευαν εἰς ἕναν Θεὸν ὁ ὁποῖος κατὰ καιροὺς ἐμφανιζόταν μὲ διάφορα πρόσωπα. Τοῦ Πατρὸς εἰς τὴν Π. Δ. τοῦ Υἱοῦ εἰς τὴν Κ. Δ. καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν μετὰ τὴν Κ.Δ. ἐποχή. Οἱ ἀπολλινάριοι πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἐνανθρώπισή του δὲν προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη ψυχή.

Ἡ σύνοδος κατεδίκασε τὰς ἀνωτέρω διδασκαλίας συμπληρώνοντας τὰ πέντε ὑπόλοιπα ἄρθρα τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως καὶ ἐξέδωκε ἑπτὰ κανόνες.

Γ´

Συνῆλθε ἐν Ἐφέσῳ ἐπὶ βασιλέως Θεοδοσίου Β´ τοῦ μικροῦ καὶ Πατριάρχου ΚΠόλεως Νικηφόρου ἐν ἔτει 431.

Κατεδίκασε αἱρετικὴν διδασκαλία τοῦ Νεστορίου κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἐκ Παρθένου γεννηθεὶς δὲν ἦτο θεὸς ἀλλ᾿ ἄνθρωπος εἰς τὸν ὁποῖον ἐνοίκησε ὁ θεός· ἡ δὲ Θεοτόκος Χριστοτόκος καὶ ἀνθρωποτόκος. Τὸ τέλος ταῦ Νεστορίου ἦταν οἰκτρόν, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τοῦ Ἀρείου. Οἱ δὲ τελευταῖες λέξεις του μαρτυροῦν τὴν ἀμετάκλητον ἀσέβειά του «ἔδειξά σε Μαρία ὅτι ἄνθρωπον ἔτεκες».

Δ´

Συνῆλθε ἐν Χαλκηδόνι ἐπὶ Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας τῶν βασιλέων ἐν ἔτει 451 καὶ πατριάρχου ΚΠόλεως Ἀνατολίου.

Κατεδίκασε τοὺς μονοφυσίτας Εὐτυχῆ καὶ Διόσκορο κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν ὁποίων ἡ θεία φύσις τοῦ Χριστοῦ ἀπορρόφησε τὴν ἀνθρωπίνη. Συνέπεια τῆς διδασκαλίας των ἦταν ἡ ἄρνηση τῆς θείας οἰκονομίας καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξέδωκε 30 κανόνες.

Ε´

Συνῆλθε ἐν ΚΠόλει ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ ἐν ἔτει 653. Πατριάρχης ΚΠόλεως ἦταν ὁ Εὐτύχιος.

Κατεδίκασε τὸν Ὠριγένη καὶ τὰ τρία κεφάλαια (Ἴβα Ἐδέσσης, Θεόδωρο Μουψουεστίας, Θεοδώρητο Κύρου).

Αἱ καταδικασθεῖσαι διδασκαλίαι τοῦ Ὠριγένους ἦσαν: ἡ ἀποκατάστασις τῶν πάντων, ἡ προΰπαρξις τῶν ψυχῶν, ἡ μετεμψύχωση κ.ἄ. Τὰ τρία κεφάλαια καταδικάστηκαν γιὰ μονοφυσιτικὲς ἀποκλίσεις.

Ϛ´

Συνῆλθε ἐν ΚΠόλει ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, ἀπογόνου τοῦ Ἡρακλείου ἐν τῷ σεκρέτῳ τοῦ παλατίου τὸ λεγόμενον τρούλλῳ, τὸ 680. Πατριάρχης ΚΠόλεως ἦταν ὁ Γεώργιος.

Κατεδίκασε τὴν μονοφυσιτικὴν προελεύσεων αἱρέσεων μονοενεργητισμὸ καὶ μονοθελητισμό. Ἡ θέλησις καὶ ἡ ἐνέγεια ἀποτελοῦν γνωρίσματα τῆς φύσεως καὶ δεδομένης τῆς διπλῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ δεχόμαστε καὶ τὴν διπλῆ εἰς αὐτὸν θέληση καὶ ἐνέργεια.

Πενθέκτη

Συνῆλθε ἐν ΚΠόλει ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Β´ καὶ Πατριάρχου ΚΠόλεως Παύλου ἐν ἔτει 691-2.

Δὲν ἀσχολήθηκε μὲ δογματικὲς διαφορές, ἀλλὰ συνεπλήρωσε τὸ νομακανονικὸ ἔργο τῶν δύο προηγουμένων συνόδων, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά της, πενθέκτη.

Ἐξέδωκε 102 κανόνες.

Ζ´

Συνῆλθε ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας ἐπὶ Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς Κωνσταντίνου τοῦ Στ´, Πατριάρχου ΚΠόλεως Ταρασίου, ἐν ἔτει 787.

Κατεδίκασε τὴν εἰκονομαχία ἡ ὁποία ταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ 116 ἔτη συνολικῶς. Φανατικὸς ὑπέρμαχος τῆς αἱρέσεως ἦταν ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Γ´ ὁ Ἴσαυρος, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τὰς εἰκόνας ὡς εἴδωλα.

Ἡ σύνοδος διακρίνουσα μεταξὺ εἰδώλου καὶ εἰκόνος, ὥρισε τὸν τρόπος καὶ τὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας. Θεολογοῦσα περὶ τῆς εἰκόνος ὡμίλησε περὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς ὑποστάσεως αὐτῆς. Φύσις θεωρεῖται ἡ ὕλη, ὑπόστασις τὸ εἰκονιζόμενον πρόσωπον, εἰς τὸ ὁποῖον κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον ἀποβαίνει ἡ τῆς εἰκόνος τιμή.

Ἐξέδωκε 22 κανόνες.