Ο κόσμος έχει γεμίσει από αναρίθμητα βιβλία για την πάλη και τον ανταγωνισμό, που το καθένα προσπαθεί να δείξει ότι ο δρόμος προς την ευτυχία είναι το μίσος, και που σε κανένα απ’ αυτά δεν βρίσκεται η λέξη «χαρά». Οι άνθρωποι ούτε καν γνωρίζουν τί σημαίνει η λέξη. Η χαρά όμως που ανήγγειλε ο άγγελος παραμένει μια ζωντανή δύναμη, που έχει ακόμη την ενέργεια να καταπλήξει και να ταρακουνήσει τις ανθρώπινες καρδιές. Μπείτε σε μια εκκλησία την παραμονή του Ευαγγελισμού. Μείνετε εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ακολουθίας, και παρακολουθήστε την καθώς αυτή ξεδιπλώνεται. Τότε θα έρθει η στιγμή, μετά τη μακρά αναμονή, που ο χορός αρχίζει να ψέλνει μαλακά, με μια θεσπέσια ομορφιά, το γνώριμο εόρτιο απολυτίκιο, « …Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»! Εκατοντάδες χρόνια έχουν περάσει και καθώς ακούμε αυτή την πρόσκληση να χαρούμε, η χαρά γεμίζει την καρδιά μας μ’ ένα κύμα ζεστασιάς. Όμως χαρά για ποιο πράγμα; Χαιρόμαστε πάνω απ’ όλα για την παρουσία αυτής της γυναίκας, που το πρόσωπό της, η εικόνα της, είναι γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, που μας ατενίζει από τις εικόνες, που έγινε μια από τις θαυμασιότερες και καθαρότερες μορφές της τέχνης και τής φαντασίας του ανθρώπου. Χαιρόμαστε για την απάντησή της στον άγγελο, για την πιστότητα, την καθαρότητα, την ακεραιότητά της, για το ολοκληρωτικό της δόσιμο και για την απεριόριστη ταπείνωσή της. Όλα δε αυτά αντηχούν στα λόγια της: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μου κατὰ τὸ ῥῆμα σου». Πέστε μου, υπάρχει στον κόσμο, στην πλούσια και περίπλοκη ιστορία του, κάτι το υψηλότερο και ομορφότερο απ’ αυτό το ανθρώπινο ον; Η Μαρία, η πανάμωμη και κεχαριτωμένη, είναι αληθινά αυτή για την οποία, όπως λέει η Εκκλησία, «χαίρει πᾶσα ἡ κτίσις». Η Εκκλησία απαντά στο ψέμα για τον άνθρωπο, στο ψέμα που τον μειώνει μόνο σε γη και όρεξη για φαγητό, σε ποταπότητα και κτηνωδία, στο ψέμα που ισχυρίζεται πως ο άνθρωπος είναι μονίμως υποδουλωμένος στους αμετάλλαχτους και απρόσωπους φυσικούς νόμους, δείχνοντας την εικόνα της Παναγίας, της παναμώμου Θεοτόκου, προς τιμήν της οποίας, σύμφωνα μ’ ένα Ρώσο ποιητή, προσφέρεται σαν ένα ατέλειωτο ποτάμι «το ξεχείλισμα των γλυκύτερων ανθρώπινων δακρύων από καρδιές που ξεχειλίζουν». Το ψέμα συνεχίζει να διαπερνά τον κόσμο, άλλ’ εμείς χαιρόμαστε, επειδή εδώ, στην εικόνα της Παναγίας, φαίνεται τί ακριβώς είναι το ψέμα. Χαιρόμαστε με ευχαρίστηση και θάμβος, επειδή αυτή η εικόνα είναι πάντοτε μαζί μας, ως παράκληση και εμψύχωση, ως έμπνευση και βοήθεια. Χαιρόμαστε επειδή, ατενίζοντας αυτή την εικόνα, είναι τόσο εύκολο να πιστέψουμε στην ουράνια ωραιότητα του κόσμου και στην ουράνια, υπερβατική κλήση του ανθρώπου. Η χαρά του Ευαγγελισμού είναι τα καλά νέα του αγγέλου, πως οι άνθρωποι βρήκαν χάρη «παρά Θεοῦ», και πως σύντομα, πολύ σύντομα, ο Θεός θ’ αρχίσει να εκπληρώνει το μυστήριο της λυτρώσεως του κόσμου με τη βοήθεια μιας τελείως άγνωστης γυναίκας της Γαλιλαίας. Δεν υπήρξε κεραυνός, ούτε φόβος κατά την παρουσία Του, αλλά ήρθε προς αυτή με τη χαρά και την πληρότητα ενός παιδιού. Μέσω αυτής, ένα Παιδί θα γίνει τώρα Βασιλιάς: ένα Παιδί, αδύναμο, ανυπεράσπιστο, που όμως όλες οι δυνάμεις του κακού θα χάσουν για πάντα τη δύναμή τους μπροστά σ’ Αυτό.
Αυτό γιορτάζουμε την ημέρα του Ευαγγελισμού και αυτός είναι ο λόγος που η εορτή υπήρξε πάντα -και είναι- τόσο χαρμόσυνη και λαμπερή. Αλλά επαναλαμβάνω πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορούν να κατανοηθούν ή να εκφραστούν μέσω των περιορισμένων κατηγοριών της σκέψεως και της γλώσσας που είναι οικεία στον «επιστημονικό» αθεϊσμό και που μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι αυτή η προσέγγιση έχει εκούσια και αυθαίρετα διακηρύξει πως μια ολόκληρη διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας είναι ανύπαρκτη, περιττή και επικίνδυνη, μαζί με όλες τις λέξεις και τις έννοιες που χρειάζονται για να εκφράσουν αυτή την εμπειρία. Το να συζητάμε λοιπόν αυτή την προσέγγιση, επί τη βάσει μόνο των δικών της όρων, είναι σαν να κατεβαίνουμε κατ’ αρχάς σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο, όπου, επειδή ο ουρανός δεν είναι ορατός, απορρίπτεται η ύπαρξή του. Επειδή δεν μπορεί να ιδωθεί ο ήλιος, συμπεραίνεται ότι δεν υπάρχει. Τα πάντα είναι βρώμικα, απωθητικά, και σκοτεινά, κι έτσι η ομορφιά είναι άγνωστη και απορρίπτεται η ύπαρξή της. Είναι ένας τόπος όπου η χαρά είναι αδύνατη, κι έτσι όλοι είναι εχθρικοί και θλιμμένοι. Αν αφήσεις όμως το υπόγειο, και βγεις έξω, βρίσκεσαι ξαφνικά στο μέσο μιας αντηχούσης και χαρούμενης εκκλησίας, όπου γι’ άλλη μια φορά ακούς, « …Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»!
Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Παναγία: Βίωση της πίστης, μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης, 1η έκδ. Αθήνα, Ακρίτας, 2000.
Πηγή: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com