«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...» (Σκέψεις μπροστὰ στὴ φάτνη)

 Προετοιμάζεται ὁλόκληρη ἡ χριστιανοσύνη νὰ ἑορτάσει σὲ λίγες ἡμέρες «τὴν μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν», τὸ ἱστορικὸ καὶ κοσμοχαρμόσυνο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Ἑορταστικὴ ἀτμόσφαιρα ἐπικρατεῖ παντοῦ, ποὺ πολλὲς φορὲς λαμβάνει ἕναν εἰδυλλιακὸ χαρακτῆρα. Δίδεται ἡ εὐκαιρία στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀνταλλάξουν δῶρα, νὰ κάνουν ὁλιγοήμερες διακοπές, νὰ ἀπολαύσουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ διασκεδάσουν. Ἀσφαλῶς, τὰ ἔχει καὶ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος ἀνάγκη. Ὁ συνειδητὸς χριστιανός, ὅμως, δὲν πρέπει νὰ δώσει βαρύτητα μόνο σὲ αὐτά, γιατὶ θὰ προσδώσει στὰ Χριστούγεννα ἕναν ἐκκοσμικευμένο τρόπο, ξένον πρὸς τὶς χριστιανικές μας παραδόσεις καὶ τὰ ἑλληνοχριστιανικὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας. Μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἀρχίζει μιὰ καινούργια ζωὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ ἀκολουθήσει τὸ Χριστὸ καὶ θὰ ζήσει μὲ ἕναν καινούργιο τρόπο, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ σωτηρία καὶ στὴ λύτρωση. Γι᾿ αὐτὸ χαιρόμαστε ὡς χριστιανοί, γιατὶ ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος («βρέφος ἐσπαργανωμένον») γιὰ νὰ σώσει τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ θέωση, «ἐνηνθρώπισεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μέγας Ἀθανάσιος). Στὸ πρόσωπό Του θὰ ἐπέλθει ἡ συμφιλίωση ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸ Θεό, ἡ ὁποία εἶχε διασαλευθεῖ μὲ τὴν πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου.

Ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε μόνον τότε. Στὴν Ἐκκλησία μας ἀκοῦμε τὶς ἐνεστωτικὲς ἐκφράσεις: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου...», «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει...», «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...». Γιατί, ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας μὲ αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς συνεχὲς παρόν, ὅτι δηλαδή τώρα γεννιέται γιὰ τὸν καθένα μας; Ἔτσι, σπάζει τὰ τοπικὰ καὶ χρονικὰ ὅρια. Ὅσοι δὲν παρασύρθηκαν ἀπὸ τὴ μέθη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμικευμένης ζωῆς θὰ γιορτάσουν Χριστούγεννα μὲ Χριστό· ἀναγεννημένοι μέσα στὴν «κιβωτὸ» τῆς σωτηρίας μας, μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὸν Παράδεισο ποὺ ἔφερε ὁ σαρκωμένος Θεὸς μὲ τὴ γέννησή Του. Σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν κλαγγὴ τῶν ὅπλων, αἱματοκυλίσματα, ἐγκλήματα, βιαιότητες, ἡ εἰρήνη διασαλεύεται, καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν στηρίζει τὶς ἐλπίδες του στὸν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης, ποὺ μὲ τὴ γέννησή Του ἔφερε στὸν Κόσμο, ἀλλὰ στὸν ἑαυτό του. Τὸ διάγγελμα ποὺ στέλνει σὲ ὅλους ὁ «Τεχθεὶς Βασιλεύς» εἶναι ἁπλὸ καὶ ξεκάθαρο: «Δεῦτε πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» καὶ «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία». Τὸ Θεῖο Βρέφος μᾶς χτυπᾷ τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ κατοικήσει, ἀρκεῖ νὰ Τοῦ ἀνοίξουμε. Χρειάζεται, ὅμως, νὰ ἔχει προηγηθεῖ ἡ ἀγάπη γιὰ νὰ μείνει καὶ νὰ κατασκηνώσει μέσα μας. Ὁ Χριστός, κατὰ τὴν ἔκφραση ἑνὸς σύγχρονου θεολόγου καὶ στοχαστοῦ, «εἶναι ὁ ζητιάνος τῆς σωτηρίας μας, χτυπᾶ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας καὶ μᾶς καλεῖ νὰ συνδειπνήσουμε στὸ τραπέζι τῆς Βασιλείας Του», μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμά Του νὰ μᾶς θρέψει καὶ νὰ μᾶς ἀναγεννήσει. Τότε, πραγματικά, θὰ νοιώσουμε Χριστούγεννα καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ θὰ ἀποβεῖ ἀναγέννηση δική μας.

Καλὰ καὶ εὐλογημένα Χριστούγεννα!

Πρωτοπρεσβύτερος Χρῖστος Κυριακόπουλος
ἐφημέριος Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κηφισιᾶς