Τὸ Ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα

Πολλὰ ὀνόματα ἀσήμων καὶ ἐπισήμων ἀνθρώπων ὑπάρχουν. Ὅμως τὸ ὄνομα ποὺ ξεπερνᾶ ὅλα τὰ ὀνόματα εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν θεία γέννησι ἑτοιμαζόμεθα νὰ ἑορτάσουμε.

Μόνο τὸ ἰδικό του ὄνομα εἶναι ὄνομα θεανθρώπου καὶ γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὸν Ἀπ. Πέτρο «οὐδὲν γὰρ ὀνόμα ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ´ 12).

Ὑπάρχουν πολλοὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, σοφοί, δίκαιοι, ἠγέται, ἀκόμη καὶ ἀνθρωπόθεοι τῆς ἀρχαίας μυθολογίας, ἀλλὰ μόνον ἕνας θεάνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅλη ἡ χριστιανική μας πίστις συνοψίζονται στὴν ἀλήθεια αὐτή. Ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών» γενόμενος ὑπάκουος στὸν Θεὸ Πάτερα μέχρι καὶ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου (Φιλ. β´ 8). Γι᾿ αὐτὴ τὴν κένωσι καὶ ταπείνωσί του ὁ Θεὸς Πατὴρ ὑπερύψωσε καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Υἱοῦ του καὶ τὴν ἐγκαθίδρυσε εἰς τὰ δεξιά του, στὴν δόξα ποὺ εἶχε ὡς Θεὸς καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν σάρκωσί του καὶ τοῦ ἐχάρισε τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.

Κάθε ἕνας ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, θὰ συνδοξασθῆ μὲ Αὐτόν. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη λογική. Εἶναι ἀλήθεια τὴν ὁποία ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει καὶ ἐμεῖς δεχόμεθα «ἐν πίστει». Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ τὰ τρία ὀνόματα ποὺ ἐδόθησαν στὸν σαρκωθέντα Θεό. «Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Λουκ. α´ 32), παραγγέλλει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ ἀρχαγγελοῦ Γαβριὴλ στὴν Παρθένο κατὰ τὸν Εὐαγελισμό. «Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ.α´ 21), παραγγέλει πάλι ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἀγγέλου στὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς σημαίνει στὰ Ἑβραϊκὰ «Ὁ Θεὸς εἶναι σωτήρ». Νά, λοιπόν, γιατί ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Ἀγγέλου τὸ ὄνομα αὐτό. Γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Σωτήρας, ὁ μόνος Σωτήρας.

Νὰ γιατί τὸ ὄνομα καὶ τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ φέρει τόση γλυκύτητα, χαρὰ καὶ παρηγορία στὴν ψυχή μας. Γιατί εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρα μας. Τὸ ὄνομα Αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἐξηγόρασε μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασί Του ἀπὸ τὴν φοβερὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου καὶ μᾶς ἔκανε υἱοὺς Θεοῦ καὶ θεοὺς κατὰ χάριν.

«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ματθ. α´ 1).

Ἀπὸ τὴν πρώτη φράσι τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς παραδίδεται καὶ τὸ δεύτερο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ ὄνομα Χριστὸς ποὺ ἀπὸ ἐπίθετο χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικό. Τὸ δεύτερο αὐτὸ ὄνομα δηλώνει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ὁ χριστός, ὁ κεχρισμένος, ὁ παρὰ Θεοῦ διωρισμένος, ὁ προφητευμένος, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων.

Ματαίως λοιπὸν περιμένουν οἱ ἀπιστήσαντες Ἑβραῖοι τὸν Μεσσία τους, τὸν χριστό τους καὶ μαζί τους ὅλοι οἱ σύγχρονοι ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως οἱ Νεοεποχίτες.

Λέγει ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν ἱερὸς Θεοφύλακτος: «Λέγεται οὖν ὁ Κύριος Χριστὸς ὡς βασιλεύς, ὡς ἱερεύς… ἐχρίσθη δὲ καὶ αὐτὸς κυρίως τῷ ἀληθινῷ ἐλαίῳ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι. Τίς γὰρ ἄλλος εἶχε τὸ Πνεῦμα ὡς ὁ Κύριος;».

Πόσο μεγάλα εἶναι καὶ αὐτὰ τὰ δῶρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ σὲ μᾶς. Σὰν προφῆται μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τὰ μυστήρια της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀπὸ «τῶν αἰώνων ἀποκεκρυμμένα» (Κολ. α´ 26). Σὰν ἱερεῖς νὰ προσφέρουμε θυσίαν αἰνέσεως ὅλη μας τὴν ὕπαρξι καὶ ὅλη τὴν δημιουργία στὸν Δημιουργό. Σὰν βασιλεῖς νὰ βασιλεύουμε στὰ ἄλογα πάθη μας.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι πολὺ ἐνωρὶς οἱ πιστεύσαντες στὸν Ἰησοῦ ὀνομάσθηκαν στὴν Ἀντιόχεια «Χριστιανοί» (Πραξ. ια´ 26) - ἀπὸ τὸ Χριστὸ - ἐνῶ πρῶτα ἐλέγοντο «μαθηταί» ἢ «οἱ τῆς ὁδοῦ». Δὲν εἴμαστε ἁπλῶς ὀπαδοὶ ἢ μαθηταὶ ἢ ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ κατὰ χάριν μέτοχοί της Μεσσιανικῆς του ἰδιότητος, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς λαμβάνουμε μὲ τὸ Ἅγιο Χρίσμα τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

«... Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὃ ἔστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α´ 23).

Ἐμμανουὴλ εἶναι τὸ προφητικὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ποιοὶ θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ; Ὅσοι θὰ πιστεύσουν σ᾿ Αὐτόν, λέγει ὁ ἱερὸς Ζυγαβινός. Τὸ ὄνομα αὐτὸ δηλώνει τὴν ἕνωσι τῆς θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσεως στὸ Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος.

Ὁ Θεός μας δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς, ἢ ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς. Εἶναι μαζί μας, ἀνάμεσά μας. Ἐσκήνωσεν ἐν «ἡμῖν». Ἔστησε τὴν σκηνή του, τὴν ἀνθρώπινη φύσι του, ἀνάμεσά μας ὄχι μόνο ὡς Πνεῦμα ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ Σῶμα του, τὴν Ἁγία Ἐκκλησία μας καὶ τὰ Μυστήριά της. Γίνεται βρῶσις καὶ πόσις μας. Καὶ θὰ εἶναι μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ὑποσχέθηκε: «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη´ 20).

Δοξάζουμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ δῶρα του ποὺ τὰ ἅγια ὀνόματά του φανερώνουν.

Ἀκόμη τὴν δοξάζουμε καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε, γιατί στὴν ἁγία μας Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία παραλαμβάνουμε τὸν ἀληθινό, τὸν ἀκαινοτόμητο Χριστό, ὅπως τὸν προφήτευσαν οἱ Προφῆται, ὅπως τὸν παρέδωσων οἱ Ἀπόστολοι καὶ Εὐαγγελισταί, ὅπως τὸν ἐβίωσαν καὶ τὸν ἐκήρυξαν οἱ Ἅγιοι Πάτερες, ὡς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεὸν καὶ Σωτῆρα, τὸν μόνο Σωτῆρα. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι μόνη αὐτὴ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Δυστυχῶς δὲν λείπουν καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχή μας οἱ ψευδοπροφῆται, ποὺ φέρουν σύγχυσι στοὺς Χριστιανοὺς παρουσιάζοντας τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς σωτῆρες τῶν ἀνθρώπων.

Ἀκολουθοῦντες τοὺς ἁγίους Πατέρας, ποὺ ποτὲ δὲν θεολογοῦσαν ἀκαδημαϊκὰ καὶ ἀφ᾿ ὑψηλοῦ ἀλλὰ πάντοτε γιὰ τὴν σωτηρία καὶ προστασία τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου, χαράσσουμε τὶς γραμμὲς αὐτὲς μὲ αἴσθησι τῆς εὐθύνης μας ἔναντι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας. Καὶ ὁμολογοῦμεν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸν τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, «ἐκ δυὸ φύσεων» ἀλλὰ καὶ «ἐν δυὸ φύσεσιν», (τὸ ὁποῖο ἀρνοῦνται οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι), ὅπως ἀλαθήτως ἐδογμάτισαν οἱ ἄγιες οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, μὴ ἀποδεχόμενοι καμμία ἀλλοίωσι, οὔτε τὴν παραμικρὰ, τῶν ἁγίων Ὅρων καὶ ἀποφάσεών των.

Κλίνουμε τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἐνώπιον τῆς ἁγίας του φάτνης καὶ τὸν ἱκετεύουμε νὰ διατηρήση καὶ ἐμᾶς ἀσάλευτους στὴν ἁγία ὀρθόδοξο εὐαγγελική μας πίστι καὶ ζωὴ καὶ νὰ ἐπαναφέρη σ᾿ αὐτὴν ὅσους «ὀρθοδόξους» ἐπηρέαζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ μεταβάλλουν τὴν πίστι σὲ ἰδεολογία καὶ τὴν ποιμαντικὴ καὶ ἱεραποστολὴ σὲ δημόσιες σχέσεις καὶ διπλωματία. Ὥστε ὅλοι νὰ προσφέρουμε μετὰ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, ἀντὶ τῆς χρηματικῆς φορολογίας ποὺ προσέφεραν οἱ ὑπήκοοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στὸν Καίσαρα Αὔγουστο, «ὀρθοδόξου πλουτισμὸν θεολογίας, τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Δοξαστικὸ τῶν αἴνων τῶν Χριστουγέννων).

 

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους