«Ἡ Θεοτόκος καὶ ὁ Χριστός». Ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 1998)
Α´.-. Ἀδελφοί, καλεῖ σήμερα τὴ γλώσσα μας γιὰ ἐγκωμιασμὸ τὸ πανηγύρι τῆς Παρθένου Μαρίας. Καὶ ἡ γιορτὴ αὐτὴ προξενεῖ ὠφέλεια στοὺς συγκεντρωμένους, καὶ πολὺ εὔλογα, διότι ἔχει γιὰ ὑπόθεσή της τὴν ἁγνότητα, καὶ ἡ Παρθένος Μαρία ποὺ γιορτάζει εἶναι τὸ καύχημα ὅλων τῶν γυναικῶν καὶ ἡ δόξα, διότι εἶναι καὶ Μητέρα καὶ Παρθένος.
Πολὺ ἀγαπητὴ καὶ ἐξαίσια εἶναι αὐτὴ ἡ σύναξη. Διότι ἡ ξηρὰ κι᾿ ἡ θάλασσα φέρνουν δῶρα στὴν Παρθένο. Ἡ μὲν θάλασσα γαλήνια ἁπλώνει τὴν πλάτη της στὰ πλοῖα, ἡ δὲ ξηρὰ δὲν φέρνει κανένα ἐμπόδιο στὰ βήματα τῶν πεζοπόρων.
Ἂς σκιρτᾷ ἡ φύση, κι᾿ ἂς ἀγάλλεται τὸ ἀνθρώπινο γένος, διότι τιμῶνται οἱ γυναῖκες. Ἂς χορεύει ἡ ἀνθρωπότητα, διότι δοξάζονται οἱ Παρθένες. Διότι «ὅπου πολλαπλασιάθηκε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ξεχείλισε ἡ χάρη».
Μᾶς κάλεσε ὅλους μαζὶ ἐδῶ, ἡ Ἁγία Θεοτόκος καὶ Παρθένος Μαρία, τὸ ἀμόλυντο κειμήλιο τῆς παρθενίας, ὁ λογικὸς παράδεισος τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ –τοῦ Χριστοῦ–, τὸ ἐργαστήριο ὅπου ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις –ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη–, τὸ πανηγύρι τῆς συναλλαγῆς ποὺ ἔφερε τὴ σωτηρία, ὁ νυφικὸς θάλαμος, στὸν ὁποῖον ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ νυμφεύθηκε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, ὁ ζωντανὸς βάτος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τὸν ὁποῖον δὲν κατέκαυσε ἡ φωτιὰ τοῦ θείου τοκετοῦ, ἡ πραγματικὴ ἐλαφρὰ νεφέλη ποὺ βάσταζε μὲ σῶμα Αὐτὸν ποὺ κάθεται ἐπάνω στὰ Χερουβίμ, τὸ καθαρότατο ποκάρι τοῦ μαλλιοῦ ποὺ κράτησε τὴν οὐράνια βροχή, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ὁ ποιμένας ντύθηκε τὸ πρόβατο.
Ἡ Μαρία, ἡ δούλη καὶ Μητέρα, ἡ Παρθένος καὶ οὐρανός, ἡ μόνη γέφυρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους, ὁ φοβερὸς ἀργαλειὸς τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας, στὸν ὁποῖο ὑφάνθηκε μὲ ἀνέκφραστο τρόπο, ὁ χιτώνας τῆς ἑνώσεως, στὸν ὁποῖον ὑφαντουργὸς μὲν εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὑφάντρια ἡ δύναμη ποὺ ἐπισκίασε ἀπὸ τὰ ὕψη, μαλλὶ πάλι τὸ παλαιὸ δέρμα τοῦ Ἀδάμ, ὑφάδι ἡ ἀμόλυντη σάρκα τῆς Παρθένου, σαΐτα ἡ ἀμέτρητη χάρη τοῦ Χριστοῦ ποὺ φόρεσε τὴ σάρκα καὶ τεχνίτης ὁ Λόγος ποὺ διὰ τῆς ἀκοῆς εἰσῆλθε μέσα στὴν Παρθένο. Ποιός εἶδε, ποιός ἄκουσε, ὅτι ὁ Θεὸς μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο κατοίκησε σὲ μήτρα, καὶ Ἐκεῖνον ποὺ ὁ οὐρανὸς δὲν τὸν χωρεῖ, ἡ κοιλιὰ δὲν Τὸν στενοχωρεῖ;
Β´.-. Ὅμως γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα, ὄχι μόνο Θεός, οὔτε μόνο ἄνθρωπος. Κι᾿ Αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε, ἀνέδειξε τὴν παλιὰ πόρτα τῆς ἁμαρτίας, σὲ πύλη τῆς σωτηρίας. Διότι ὅπου τὸ φίδι μέσω τῆς παρακοῆς ἔρριξε τὸ δηλητήριο, ἀπὸ ἐκεῖ μπαίνοντας ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὑπακοή, ἔπλασε τὸν ζωντανό Του ναό. Ἀπὸ ὅπου προέκυψε ὁ πρῶτος Κάϊν τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ ἐκεῖ βλάστησε χωρὶς σπορὰ ὁ λυτρωτὴς τοῦ γένους, ὁ Χριστός. Δὲν τὸ θεώρησε ντροπὴ ὁ φιλάνθρωπος τὸ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ γυναίκα, διότι ἐπρόκειτο γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν μολύνθηκε μὲ τὸ νὰ κατοικήσει σὲ μήτρα τὴν ὁποία ὁ Ἴδιος δὲν θεώρησε ὑβριστικὸ νὰ δημιουργήσει. Ἐὰν ἡ Μητέρα δὲν ἔμενε Παρθένος, Αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε θὰ ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ δὲν θὰ ἦταν παράδοξος ὁ τοκετός. Ἐφόσον ὅμως μετὰ τὸν τοκετὸ ἔμεινε Παρθένος, πῶς Αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε δὲν εἶναι Θεός, καὶ τὸ Μυστήριο ἀνέκφραστο; Ἐκεῖνος γεννήθηκε ἀπερίγραπτος, ὁ Ὁποῖος –μετὰ τὴν ἀνάστασή Του– χωρὶς ἐμπόδια μπῆκε ὅταν οἱ πόρτες ἦταν κλεισμένες, καὶ τοῦ Ὁποίου τὴν ἕνωση τῶν φύσεων βλέποντας ὁ Θωμᾶς ἐκραύγασε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Γ´.-. Μὴ θεωρήσεις ντροπὴ τὸν τοκετό, ἄνθρωπε, διότι αὐτὸς ἔγινε γιὰ ἐμᾶς ἀφορμὴ σωτηρίας. Διότι ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν γεννιόταν ἀπὸ γυναίκα, δὲν θὰ πέθαινε. Καὶ ἐὰν δὲν πέθαινε, δὲν θὰ καταργοῦσε μὲ τὸν θάνατό Του «αὐτὸν ποὺ εἶχε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, δηλαδὴ τὸν διάβολο». Δὲν εἶναι ὑβριστικὸ γιὰ τὸν ἀρχιτέκτονα νὰ μείνει στὸ οἴκημα, ποὺ ὁ ἴδιος οἰκοδόμησε. Δὲν μολύνει ὁ πηλὸς τὸν ἀγγειοπλάστη, ὅταν ἀνακαινίζει τὸ σκεῦος ποὺ ἔπλασε. Ἔτσι δὲν μολύνει τὸν ἄχραντο Θεὸ τὸ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ παρθενικὴ κοιλιά. Διότι, ἐὰν δὲν μολύνθηκε ὅταν τὴν ἔπλαθε, δὲν μολύνθηκε καὶ ὅταν γεννήθηκε ἀπὸ αὐτήν.
Ὤ κοιλιά, μέσα στὴν ὁποία συντάχθηκε τὸ συμβόλαιο τῆς ἐλευθερίας μας! Ὢ κοιλιά, μέσα στὴν ὁποία κατασκευάσθηκε τὸ ἐναντίον τοῦ διαβόλου ὅπλο! Ὤ γῆ στὴν ὁποία, χωρὶς σπορὰ ἔκανε νὰ βλαστήσει τὸ σιτάρι ὁ γεωργὸς τῆς φύσεως! Ὤ ναέ, μέσα στὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔγινε ἱερέας, ὄχι μεταβάλλοντας τὴ φύση, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ντυθεῖ ἀπὸ εὐσπλαγχνία αὐτόν, ποὺ ἦταν κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε» ἔστω κι᾿ ἂν ἀπιστοῦν οἱ Ἰουδαῖοι. Ὁ Θεὸς φόρεσε μορφὴ ἀνθρώπου πραγματικά, ἔστω κι᾿ ἂν διακωμωδοῦν τὸ θαῦμα οἱ εἰδωλολάτρες – Ἕλληνες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ φώναζε ὁ Παῦλος: «Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο καὶ ἀνοησία γιὰ τοὺς Ἕλληνες». Δὲν γνώρισαν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου, ἐπειδὴ τὸ θαῦμα εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ λογικὸ τοῦ ἀνθρώπου. «Διότι ἐὰν τὸ γνώριζαν, δὲν θὰ σταύρωναν τὸν Κύριο τῆς δόξης».
Ἐὰν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν κατοικοῦσε στὴν κοιλιά, δὲν θὰ καθόταν ἡ ἀνθρώπινη σάρκα ἐπάνω στὸν ἅγιο θρόνο. Ἐὰν γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ὑβριστικὸ νὰ ἔλθει στὴ μήτρα τὴν ὁποία ἔπλασε, εἶναι ἑπομένως ὑβριστικὸ καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐὰν εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ ὑβριστικὸ τὸ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ γινόταν γιὰ ἐμᾶς φτωχὸς Αὐτὸς ποὺ ἦταν πλούσιος.
Δ´.-. Ὄντας ἀπὸ τὴ φύση ἀπαθής, ἔγινε ἀπὸ εὐσπλαχνία πολυπαθής. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔγινε προοδευτικὰ Θεός. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ ὄντας Θεός, ἀπὸ εὐσπλαχνία ἔγινε ἄνθρωπος, ὅπως πιστεύουμε. Δὲν κηρύττουμε ἄνθρωπο ποὺ ἀποθεώθηκε, ἀλλὰ ὁμολογοῦμε Θεὸ ποὺ σαρκώθηκε. Μητέρα Του ἔκανε τὴ δούλη Του, Αὐτὸς ποὺ στὴν οὐσία Του –ὡς Θεὸς– εἶναι χωρὶς μητέρα, καὶ κατ᾿ οἰκονομία ἐπάνω στὴ γῆ –ὡς ἄνθρωπος– χωρὶς πατέρα. Διότι πῶς ὁ Ἴδιος ἀπὸ τὸν Παῦλο λέγεται «ἀπάτωρ καὶ ἀμήτωρ»; Ἐὰν ἦταν μόνο ἄνθρωπος δὲν θὰ ἦταν χωρὶς μητέρα, διότι ἔχει μητέρα. Ἐὰν ἦταν μόνο Θεός, δὲν θὰ ἦταν χωρὶς πατέρα, διότι ἔχει Πατέρα. Τώρα ὅμως ὁ ἴδιος εἶναι μὲν χωρὶς μητέρα, ὡς δημιουργός, καὶ χωρὶς πατέρα ὡς ἄνθρωπος.
Ε´.-. Σεβάσου, τουλάχιστον, ἄνθρωπέ μου, τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχαγγέλου. Διότι αὐτὸς ποὺ ἔφερε τὴν καλὴ ἀγγελία στὴ Μαρία λεγόταν Γαβριήλ. Καὶ τί σημαίνει Γαβριήλ; Μάθε ἀκούοντας, ὅτι σημαίνει «Θεὸς καὶ ἄνθρωπος». Ἐφόσον Ἐκεῖνος τοῦ Ὁποίου εὐαγγελίσθηκε τὴ γέννηση, εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, τὸ ὄνομα πρόλαβε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ βεβαιώσει τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας.
Μάθε πρῶτα τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας καὶ τὴν αἰτία τῆς παρουσίας Του, καὶ τότε δόξασε τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ σαρκώθηκε, ἐπειδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος χρεωστοῦσε πολλὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, καὶ δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἐξωφλήσει τὸ χρέος, διότι διὰ τοῦ Ἀδὰμ ὅλοι ὑπογράψαμε γραμμάτιο πρὸς τὴν ἁμαρτία. Μᾶς εἶχε δούλους ὁ διάβολος καὶ περιέφερε τὰ χρέη μας χρησιμοποιώντας ἀντὶ γιὰ χαρτὶ τὸ πολυπαθὲς σῶμα μας. Εἶχε σταθεῖ ὁ κακὸς πλαστογράφος τῶν παθῶν, δείχνοντας ἀπειλητικὰ τὸ χρέος μας, καὶ ἀπαιτώντας τὴν καταδίκη μας.
Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ συμβεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο. Ἢ ὅλοι νὰ ὁδηγηθοῦν στὸν καταδικαστικὸ θάνατο, ἐπειδὴ καὶ ὅλοι ἁμάρτησαν, ἢ νὰ δοθεῖ τέτοια πληρωμὴ γιὰ ἀντίκρυσμα, ὥστε νὰ δίνει αὐτὸ τὸ δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ κάθε χρέος. Ἄνθρωπος μέν, λοιπόν, νὰ σώσει αὐτὴ τὴν κατάσταση δὲν μποροῦσε, διότι εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἐπάνω του τὸ χρέος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ Ἄγγελος δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀνθρωπότητα, διότι δὲν εἶχε ἕνα τέτοιο λύτρο. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ πεθάνει γιὰ χάρη τῶν ἁμαρτωλῶν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, διότι ἀπέμενε μόνον αὐτὴ ἡ λύση τοῦ κακοῦ.
ΣΤ´.-. Τί ἔγινε; Αὐτὸς ποὺ ἐκ τοῦ μηδενὸς ἔδωσε ὕπαρξη σ᾿ ὅλα τὰ δημιουργήματα, Αὐτὸς ποὺ δὲν στερεῖται τὰ ὅσα θέλει νὰ δώσει, βρῆκε ἀσφαλέστατη ζωὴ γιὰ τοὺς καταδίκους, καὶ εὐπρεπέστατη ἐλευθερία ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ γίνεται ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Παρθένο, ὅπως Αὐτὸς γνωρίζει –διότι τὸ θαῦμα δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσει λόγος– καὶ πεθαίνει –κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση–, ποὺ προσέλαβε. Καὶ τὸ ὅ,τι ὑπῆρχε, δηλαδὴ ἡ Θεότητα, ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο ποὺ λέει: «Μᾶς λύτρωσε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες μας».
Ὤ τί μεγάλα γεγονότα! Γιὰ χάρη ἄλλων διαπραγματεύθηκε τὴν ἀθανασία, διότι Αὐτὸς ἦταν ἀθάνατος. Ἄλλος μ᾿ αὐτὲς τὶς ἰδιότητες καὶ τὸ ἔργο οὔτε ὑπάρχει, οὔτε ὑπῆρχε, οὔτε θὰ ὑπάρξει ποτέ, παρὰ μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο. Αὐτὸς εἶχε ἀξία ὄχι μόνο ἴση πρὸς τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν καταδίκων –ἀνθρώπων–, ἀλλὰ καὶ τὸν ξεπερνοῦσε πάρα πολύ. Μὲ τὸ νὰ εἶναι δημιουργὸς ἔχει παντοδυναμία. Μὲ τὸ νὰ εἶναι φιλεύσπλαχνος φανέρωσε τὴν ἀνυπέρβλητη συμπάθειά Του. Μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀρχιερέας, εἶναι ἀξιόπιστος γιὰ νὰ παρουσιάζεται στὸν πατέρα Του ὡς μεσίτης μας.
Σ᾿ ὅλα αὐτὰ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς ποτὲ ἴσο, ἢ παραπλήσιο, ποὺ νὰ τὰ ἰσοφαρίσει. Βλέπε τὴ φιλανθρωπία Του. Μὲ τὸ νὰ καταδικασθεῖ μὲ τὴ θέλησή Του, ἀκύρωσε τὴν ἐναντίον τῶν σταυρωτῶν Του καταδίκη, καὶ μετέτρεψε τὴν ἀνομία τῶν φονέων Του, σὲ σωτηρία αὐτῶν ποὺ ἀνόμησαν.
Ζ´.-. Ἡ σωτηρία, λοιπόν, δὲν ἦταν ἔργο ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου, διότι κι᾿ αὐτὸς εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ σωτήρα ὅπως λέει ὁ Παῦλος: «Ὅλοι ἁμάρτησαν καὶ στεροῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ» καὶ τὰ λοιπά. Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία ὁδηγοῦσε στὸν διάβολο τὸν ἁμαρτωλό, καὶ ὁ διάβολος τὸν παρέπεμπε στὸν θάνατο, ἑπομένως ἡ κατάστασή μας ἐξωθούνταν πρὸς μέγιστο κίνδυνο, καὶ ἦταν ἀδύνατη ἡ ἀπαλλαγὴ μας ἀπὸ τὸν θάνατο. Οἱ ἀπεσταλμένοι προφῆτες ὡς γιατροὶ τὸ διαπίστωναν αὐτό. Τί ἔγινε λοιπόν; Ὅταν εἶδαν οἱ προφῆτες ὅτι τὸ τραῦμα ἦταν μεγαλύτερο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη τέχνη, ἔκραξαν πρὸς τὸν γιατρὸ ποὺ κατοικοῦσε στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ μὲν ἕνας ἔλεγε: «Γεῖρε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβα».
Ἄλλος ἔλεγε: «Θεράπευσέ με, Κύριε, καὶ θὰ θεραπευθῶ». Ἄλλος: «Χρησιμοποίησε τὴ δύναμή Σου καὶ ἔλα νὰ μᾶς σώσεις». Ἄλλος: «Πραγματικά, θὰ κατοικήσει ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους»;. Ἄλλος: «Ἀλοίμονο χάθηκε κάθε εὐλαβὴς ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος νὰ κατορθώνει τὴν ἀρετή». Ἄλλος: «Θεέ, πρόσεξε πὼς χρειάζομαι βοήθεια καὶ τρέξε νὰ μὲ βοηθήσεις». Ἄλλος: «Γρήγορα θὰ ἔρθει ὁ ἐρχόμενος καὶ δὲν θὰ ἀργήσει». Ἄλλος: «Πλανήθηκα σὰν τὸ χαμένο πρόβατο, ἀναζήτησε τὸν δοῦλο σου» ποὺ ἐλπίζει σ᾿ ἐσένα. Ἄλλος: «Ὁ Θεὸς θὰ ἔλθει φανερά, ὁ Θεός μας θὰ ἔλθει καὶ δὲν θὰ κρυφτεῖ». Δὲν παρέβλεψε, λοιπόν, τὴν ἀνθρώπινη φύση νὰ τυραννιέται γιὰ πολύ, Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του βασιλιάς.
Δὲν τὴν ἄφησε ὁ εὔσπλαγχνος Θεὸς μέχρι τὸ τέλος ἐκτεθειμένη στὸν διάβολο, ἀλλὰ ἦλθε Αὐτὸς ποὺ εἶναι πάντοτε παρών, καὶ ἔδωσε λύτρο γιὰ μᾶς τὸ αἷμα Του. Καὶ ἔδωσε ὑπὲρ τοῦ γένους μας στὸν θάνατο, ἐκείνην τὴν σάρκα ποὺ τὴ φόρεσε ἀπὸ τὴν Παρθένο. Καὶ ἐξαγόρασε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν κατάρα Τοῦ νόμου, καταργώντας μὲ τὸν θάνατό Του τὸν θάνατο. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτό: «Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου».
Η´.-. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἁπλὸς ἄνθρωπος, Ἰουδαῖε, Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἐξαγόρασε, διότι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶχε ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ οὔτε ἦταν Θεός, χωρὶς τὴν ἀνθρωπότητα. Διότι εἶχε σῶμα, Μανιχαῖε. Ἂν δὲν μὲ ντυνόταν, δὲν θὰ μὲ ἔσωζε. Ἀλλά, μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, ντύθηκε τὸν κατάδικο Αὐτὸς ποὺ ἄλλοτε ἔβγαλε τὴν ἐναντίον του ἀπόφαση. Καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἡ φοβερὴ συναλλαγή, ἀφοῦ δίνοντας πνεῦμα, ἔλαβε σάρκα. Ὁ Ἴδιος ποὺ ἦταν μὲ τὴν Παρθένο ἦταν Αὐτὸς ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν Παρθένο. Διότι ὁ Ἴδιος καὶ τὴν ἐπισκίασε καὶ σαρκώθηκε ἀπὸ αὐτή. Ἐὰν ἦταν ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἄλλος ὁ Θεὸς Λόγος, δὲν εἶναι Τριάδα, ἡ Ἁγία Τριάδα, ἀλλά, σύμφωνα μ᾿ ἐσένα, αἱρετικέ, εἶναι τετράδα. Μὴ σχίσεις τὸν χιτώνα τῆς σωτηρίας ποὺ ὑφάνθηκε στὸν οὐρανό. Μὴ γίνεις μαθητὴς τοῦ Ἀρείου. Διότι ἐκεῖνος ἀσεβώντας χωρίζει τὴν οὐσία. Ἐσὺ μὴ χωρίζεις τὴν ἕνωση –τῶν δύο φύσεων– γιὰ νὰ μὴ χωρισθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό.
Πές μου: Ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φώτισε ὅσους κάθοταν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου; Ἄνθρωπος; Καὶ πῶς μποροῦσε –νὰ τὸ κάνει αὐτὸ– ζώντας ὁ ἴδιος μέσα στὸ σκοτάδι, ὅπως λέει ὁ Παῦλος: «Ὁ ὁποῖος μᾶς γλύτωσε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ σκότους;» «Εἴμασταν κάποτε σκοτάδι» σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο «τώρα ὅμως, ποὺ πιστέψαμε στὸν Κύριο, εἴμαστε φῶς». Ποιός, λοιπόν, μᾶς φώτισε; Σὲ διδάσκει ὁ Δαβὶδ ὅταν λέει: «Εἶναι εὐλογημένος Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου». Ποιός εἶναι αὐτός; Πές το, Δαβίδ, φανερά. «Φώναξε μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὴ λυπηθεῖς. Ὕψωσε τὴ φωνή σου σὰν τὴ σάλπιγγα». Πές μας, ποιός εἶναι αὐτός; «Εἶναι ὁ Κύριος» –λέει ὁ Δαβὶδ– «ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων». «Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος ποὺ μᾶς φώτισε». Διότι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε». Ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις, καὶ ἡ ἕνωσή τους ἔμεινε ἀσύγχυτη.
Θ´.-. Ἦλθε –ὁ Χριστὸς– γιὰ νὰ σώσει, ἀλλὰ ἔπρεπε καὶ νὰ πάθει. Πῶς, λοιπόν, ἦταν δυνατὸν νὰ γίνουν καὶ τὰ δύο; Ἁπλὸς ἄνθρωπος δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ σώσει. Μόνο ὁ Θεὸς δὲν μποροῦσε νὰ πάθει. Τί ἔγινε, λοιπόν; Ὄντας Αὐτὸς Θεός, ὁ Ἐμμανουήλ, ἔγινε ἄνθρωπος. Καὶ ὡς Θεὸς ποὺ ἦταν, ἔσωσε, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε, ἔπαθε.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὅταν εἶδε πὼς ἡ συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων τὸν στεφάνωσε μὲ τὰ ἀγκάθια, θρηνώντας γιὰ τὴν τόλμη ἔλεγε: «Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, βγέστε νὰ δεῖτε τὸ στεφάνι μὲ τὸ ὁποῖο τὸν στεφάνωσε ἡ μητέρα Του». Διότι Αὐτὸς καὶ τὸ ἀγκάθινο φόρεσε στεφάνι καὶ ἀκύρωσε τὴν ἀπόφαση ποὺ ἔλεγε νὰ βγάζει ἡ γῆ ἀγκάθια. Ὁ Ἴδιος βρισκόταν καὶ στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα καὶ στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου. Ὁ Ἴδιος βρισκόταν καὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητέρας Του καὶ «ἐπάνω στὰ φτερὰ τῶν ἀνέμων».
Ὁ Ἴδιος ἐπάνω στὸν οὐρανὸ προσκυνούνταν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ κάτω στὴ γῆ ἔτρωγε μαζὶ μὲ τοὺς τελῶνες. Τὰ Σεραφεὶμ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν ἀτενίσουν καὶ ὁ Πιλάτος τὸν ἀνέκρινε. Ὁ δοῦλος Τὸν ῥάπιζε καὶ ἡ κτίση ἔτρεμε. Αὐτὸς καρφωνόταν ἐπάνω στὸν Σταυρὸ κι᾿ ὁ δοξασμένος θρόνος Του δὲν εἶχε κενωθεῖ. Κλεινόταν μέσα στὸν τάφο, καὶ ὁ Ἴδιος ἅπλωνε τὸν οὐρανὸ σὰν νὰ ἦταν δέρμα. Θεωρούνταν σὰν νεκρὸς καὶ λαφυραγώγησε τὸν ἅδη. Ἐδῶ στὴ γῆ τὸν συκοφαντοῦσαν ὡς πλάνο, καὶ ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ τὸν δοξολογοῦσαν –οἱ Ἄγγελοι– ὡς Ἅγιο.
Ι´.-. Ὢ τί μεγάλο μυστήριο! Βλέπω τὰ θαύματα καὶ Τὸν ἀνακηρύττω Θεό. Βλέπω τὰ πάθη καὶ δὲν ἀρνοῦμαι πὼς εἶναι ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ὁ Ἐμμανουήλ, ἄνοιξε τὶς πύλες τῆς φύσεως ὡς ἄνθρωπος, ὡς Θεὸς ὅμως δὲν διέρρηξε τὶς κλειδαριὲς τῆς παρθενίας. Καὶ ἔτσι βγῆκε ἀπὸ τὴ μήτρα ὅπως μπῆκε διὰ τῆς ἀκοῆς. Γεννήθηκε ὅπως καὶ συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς Μητέρας Του.
Εἰσῆλθε χωρὶς πάθος καὶ βγῆκε μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο, σύμφωνα μὲ τὸν Προφήτη Ἰεζεκιὴλ ποὺ ἔλεγε: «Καὶ μὲ ἔφερε πάλι στὸν δρόμο τῆς πύλης ποὺ ὁδηγεῖ στὰ ἅγια, σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπει πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἀνατολικὴ πύλη, κι αὐτὴ ἦταν κλειστή. Καὶ μοῦ εἶπε ὁ Κύριος: Υἱὲ ἀνθρώπου αὐτὴ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλειστή, καὶ δὲν θὰ ἀνοιχτεῖ. Κανένας δὲν θὰ περάσει μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, διότι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ μόνον θὰ μπεῖ καὶ θὰ βγεῖ, καὶ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλειστή».
Νά ἡ φανερὴ ἀπόδειξη –τῆς παρθενίας– τῆς ἁγίας Θεοτόκου Μαρίας. Ἂς διαλυθεῖ, λοιπόν, κάθε ἀντιλογία καὶ ἂς φωτιζόμαστε καλὰ μὲ τὴ γνώση τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὥστε διὰ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπιτύχουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δοξολογία στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.