Στὸ πανεπιστήμιο ὑπῆρχε ἕνας καθηγητὴς μὲ φήμη γιὰ τὴν ἐχθρότητά του πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη. Στὸ πρῶτο μάθημα τοῦ πρώτου ἑξαμήνου, ἐὰν ὑπῆρχε ἀνάμεσα στοὺς φοιτητὲς κάποιος θρησκευόμενος, ἐπιχειροῦσε νὰ χλευάσει τὴν πίστη του. Ρώτησε λοιπὸν τοὺς φοιτητές:
- Τὰ πάντα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ;
Ἕνας φοιτητὲς μὲ βεβαιότητα εἶπε:
- Μάλιστα, κύριε καθηγητά.
Ὁ καθηγητὴς εἶπε:
- Ἀφοῦ τὰ πάντα δημιούργησε ὁ Θεός, τότε καὶ τὸ Κακὸ εἶναι δικό του δημιούργημα καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ ὅτι τὰ ἔργα μας καθορίζουν τί εἴμαστε, ὁ Θεὸς εἶναι τὸ Κακό.
Ὁ φοιτητὴς δὲν εἶχε νὰ πεῖ τίποτα καὶ ὁ καθηγητὴς ἱκανοποιημένος μὲ τὸν ἑαυτό του εἶπε στοὺς φοιτητὲς πὼς ἡ πίστη στὸ Θεὸ εἶναι μύθος.
Ἕνας φοιτητὴς σήκωσε τὸ χέρι του καὶ εἶπε:
- Κύριε καθηγητά, μπορῶ νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι;
- Βεβαίως, ἀπάντησε ὁ καθηγητής.
- Κρύο ὑπάρχει, κύριε καθηγητά;
- Τί ἐρώτηση εἶναι αὐτή; Βεβαίως ὑπάρχει. Ποτὲ δὲν ἔνιωσες κρύο;
Οἱ φοιτητὲς γέλασαν μὲ τὴν ἐρώτηση τοῦ συμμαθητῆ τους.
Ὅμως ὁ φοιτητὴς συνέχισε:
- Στὴν πραγματικότητα, ὅμως κρύο δὲν ὑπάρχει. Σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φυσικῆς, ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς θεωροῦμε κρύο εἶναι ἀπουσία θερμότητας. Τὸ ἀπόλυτο «μηδέν» (-460 βαθμοὺς Fahrenheit ἢ -273 Celsius) εἶναι ἡ πλήρης ἀπουσία θερμότητας. Κρύο δὲν ὑπάρχει. Ἐμεῖς δημιουργήσαμε αὐτὴ τὴ λέξη γιὰ νὰ περιγράφουμε τί νιώθουμε ὅταν δὲν ὑπάρχει θερμότητα.
Μετὰ ὁ φοιτητὴς συνέχισε:
- Τί λέτε, κύριε καθηγητά, σκοτάδι ὑπάρχει;
- Βεβαίως ὑπάρχει, ἀπάντησε ὁ καθηγητής.
- Ὄχι κύριε καθηγητά, καὶ σκοτάδι δὲν ὑπάρχει. Στὴν πραγματικότητα τὸ σκοτάδι εἶναι ἀπουσία φωτός. Ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἐρευνοῦμε τὸ φῶς, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε τὸ σκοτάδι. Μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν πρίσμα τοῦ Νεύτωνα γιὰ νὰ ἀποσυνθέσουμε τὸ φῶς σὲ ἄλλα χρώματα καὶ νὰ ἐρευνήσουμε τὸ μῆκος κύματος τοῦ κάθε χρώματος. Ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ μετρήσουμε καὶ νὰ ἀποσυνθέσουμε τὸ σκοτάδι. Ἡ ἀκτίνα τοῦ φωτὸς μπορεῖ νὰ μπεῖ στὸ σκοτάδι καὶ νὰ τὸ φωτίζει. Πῶς μπορεῖτε νὰ μετρήσετε σὲ τί βαθμὸ εἶναι σκοτάδι; Μόνο μετρώντας τὸ ποσοστὸ τοῦ φωτός. Δηλαδή, τὸ σκοτάδι εἶναι μία ἔννοια τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ περιγράψουν τῆς καταστάσεις ὅταν ἀπουσιάζει τὸ φῶς.
Καὶ μετὰ ὁ φοιτητὴς ρώτησε:
- Κύριε καθηγητά, Κακὸ ὑπάρχει;
Ὁ καθηγητὴς ἀπάντησε μέ, ὄχι καὶ μεγάλη, βεβαιότητα:
- Δὲν εἶναι Κακὸ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε καθημερινά; Ἡ σκληρότητα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, πολλὰ ἐγκλήματα καὶ βία παντοῦ στὸν κόσμο, ὅλα αὐτὰ κατὰ τὴ γνώμη μου εἶναι παραδείγματα ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ὑπάρχει Κακό.
- Κακὸ δὲν ὑπάρχει, κύριε καθηγητά. Τὸ Κακὸ εἶναι ἁπλὰ ἀπουσία Θεοῦ. Εἶναι μία λέξη ποὺ μοιάζει τὸ κρύο καὶ τὸ σκοτάδι, δηλαδὴ λέξη ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἐπινόησαν γιὰ νὰ περιγράφουν τὴν ἀπουσία Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸ Κακό. Τὸ Κακὸ δὲν εἶναι σὰν τὴν ἀγάπη, ποὺ ὑπάρχει ὅπως ἡ θερμότητα καὶ τὸ φῶς. Τὸ Κακὸ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπουσία στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου θεϊκῆς ἀγάπης. Εἶναι σὰν τὸ κρύο ποὺ ἔρχεται ὅταν ἀπουσιάζει ἡ θερμότητα, ἢ σὰν τὸ σκοτάδι ποὺ ἔρχεται ὅταν δὲν ὑπάρχει φῶς.
Καὶ ὁ καθηγητὴς δὲν εἶχε νὰ ἀπαντήσει τίποτα...